Συμμετοχή στο 4ο Ελευθεριακό φεστιβάλ βιβλίου στα Ιωάννινα στην εκδήλωση “Μαθήματα από την πανδημία”
Στις 4 Ιουλίου συμμετείχαμε στο 4ο Ελευθεριακό Φεστιβάλ Βιβλίου Ιωαννίνων στην εκδήλωση “Μαθήματα από την πανδημία” μαζί με την ομάδα εργασίας Corona Gang.Το φεστιβάλ πραγματοποιήθηκε στο πάρκο Άλσος το οποίο οι τοπικές αρχές θέλουν να μετατρέψουν σε παρκινγκ και αγκαλιάστηκε από τον κόσμο της γειτονιάς.
Ακολουθεί η εισήγησή μας με θέμα
“Η κρατική διαχείριση της κρίσης του κορονοϊου. Καπιταλισμός, ένα σύστημα που νοσεί”
Μέσα στο γενικευμένο μούδιασμα που είχε εξαπλωθεί κατά τη διάρκεια της καραντίνας τόσο στην κοινωνία αλλά και εντός του κινήματος, παράλληλα με διάφορες δράσεις, κάναμε μία προσπάθεια καταγραφής νομοθετικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης, περιστατικά εργοδοτικής αυθαιρεσίας αλλά και πληροφοριών που αφορούν και πλήττουν τις ζωές όλων μας στην προσπάθεια να μη χαθούμε μέσα στο συνεχή βομβαρδισμό πληροφορίας και κρατικής τρομοκρατίας που αναπαράγονταν στα ΜΜΕ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τέτοια ταχύτητα που μας ήταν δύσκολο να συγκεντρώσουμε ακόμα και μέσα στο κεφάλι μας το τι συμβαίνει. Χαρακτηριστικό αυτής της προσπάθειας ήταν το σαφές ταξικό φιλτράρισμα, το φιλτράρισμα που δε δέχεται άκριτα την ατομική ευθύνη, που αναδεικνύει τις κρατικές ευθύνες, το φιλτράρισμα που θέλει την πληροφορία ως ένα ακόμα εργαλείο για να αναδείξει την ταξική και όχι εθνική ενότητα που απαιτούν οι καιροί μας, την αναγκαιότητα για σπάσιμο του φόβου, για αλληλεγγύη και αγώνες.
Τα δύσκολα είναι μπροστά μας και πως η επιβίωσή μας -που ίσως απειλείται περισσότερο από την οικονομική κρίση που μαίνεται παρά από την ίδια την πανδημία- εξαρτάται από το αν θα καταφέρουμε να οργανώσουμε την αντεπίθεση της τάξης μας ώστε να μην μετακυληθεί άλλη μία κρίση του καπιταλισμού στις πλάτες μας. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή…
Ατομική ευθύνη
“Το κράτος οφείλει κατά το Σύνταγμα τα μεριμνά για την υγεία των πολιτών και να παρεμβαίνει όταν η άσκηση της ατομικής ελευθερίας υπερβαίνει το σκοπό της και απειλεί την κοινωνία. Και όταν η ευθύνη του ενός αποδεικνύεται ελλειμματική τότε θα πρέπει να διασφαλιστεί το δημόσιο συμφέρον. Στο όνομα του συλλογικού καλού”
Ποια είναι τα συμπεράσματα λοιπόν που προκύπτουν από αυτό το απόσπασμα από ένα από τα διαγγέλματα του πρωθυπουργού; 1ον) ότι το κράτος αυτοανακηρύσσεται ως σωτήρας, ως ο μοναδικός ικανός μηχανισμός για να διασφαλίσει το “συλλογικό καλό” 2ον) ότι στο όνομα του “συλλογικού καλού” μπορούν να καταπατηθούν βασικές ατομικές ελευθερίες. Και 3ον) -και σημαντικότερο- για όλα αυτά φταίμε εμείς. Κάπως έτσι εμφανίστηκε στις ζωές μας η έννοια της “ατομικής ευθύνης”. Μία φαινομενικά αθώα φράση η οποία όμως αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο της κρατικής διαχείρισης της κρίσης του κορωνοϊού. Ο ρόλος που επιτέλεσε είναι διττός. Καταρχάς, η καλλιέργεια της πεποίθησης ότι καθένας μας είναι επικίνδυνος προς τους γύρω του οδήγησε στην εσωτερίκευση της καταστολής και στη διευκόλυνση της αποδοχής των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι αποτελούσε την καλύτερη τεχνική αποπροσανατολισμού. Αν ανατρέξουμε 2-3 μήνες πριν θα θυμηθούμε να κυριαρχούν στα καθεστωτικά ΜΜΕ ρεπορτάζ για τους “λίγους ανεύθυνους” που με τη στάση τους θέτουν σε κίνδυνο το σύνολο της κοινωνίας. Πουθενά όμως δεν αναφερόταν το ότι η ανάπτυξη του συγκεκριμένου ιού -αλλά και πολλών άλλων- συνδέεται άρρηκτα με τον καπιταλιστικό τρόπο εντατικοποιημένης παραγωγής, ούτε ότι η εξάπλωσή του δε θα μπορούσε να έχει υπάρξει τόσο ταχεία εκτός του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού συστήματος το οποίο έχει σαν βασικά συστατικά τη διαρκή ροή εμπορευμάτων και ανθρώπινου δυναμικού καθώς και το συνωστισμό μεγάλων πληθυσμών στα αστικά κέντρα. Πέρα όμως από τη συγκάλυψη του γενικότερου πλαισίου ανάπτυξης και εξάπλωσης ενός λοιμού, υπάρχει άλλο ένα τεράστιο κομμάτι ευθύνης το οποίο το κράτος είχε κάθε λόγο να θέλει να συγκαλύψει στρέφοντας αλλού τα βλέμματα. Τη χρόνια και μεθοδική αποσάθρωση του δημόσιου συστήματος υγείας.
Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να τονίσουμε ότι δεν είμαστε ούτε “ειδικοί” ούτε έχουμε εντρυφήσει επαρκώς στο ζήτημα για να μπορούμε να ξέρουμε την πραγματική διάσταση του κοροναϊού -ασφαλή συμπεράσματα για αυτό μάλλον θα αργήσουμε να βγάλουμε. Αυτά που ξέρουμε είναι ότι είναι ένας ιός ο οποίος έχει δείξει υψηλότερα, από τους αντίστοιχους, ποσοστά μεταδοτικότητας και η πιθανότητα να είναι θανατηφόρος αφορά κυρίως ηλικιωμένους και ευπαθείς ομάδες. Πέρα όμως από το κατά πόσο ένα άτομο ανήκει στις ομάδες υψηλού κινδύνου ή όχι, το ποσοστό θνησιμότητας έχει κυρίως σχέση με το επίπεδο του συστήματος υγείας του κάθε κράτους/περιοχής. Εκεί που υπάρχει επαρκές προσωπικό, κρεβάτια στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), αλλά και σχετικός έλεγχος της εξάπλωσης του ιού, τα ποσοστά είναι εμφανώς μικρότερα. Από την άλλη σε καπιταλιστικά κράτη όπου η υγεία αντιμετωπίζεται με όρους αγοράς, κέρδους δηλαδή, και η δημόσια παροχή της υποβαθμίζεται, τα ποσοστά ανεβαίνουν. Εντός της ελληνικής επικράτειας από τα χρόνια πριν τα μνημόνια συντελείται μία προσπάθεια υποβάθμισης και αποσάθρωσης του δημόσιου συστήματος υγείας με απώτερο σκοπό την ιδιωτικοποίησή του*.
Αυτή τη στιγμή το ελληνικό κράτος διαθέτει 7.500 γιατρούς, αριθμός μικρότερος από τους κληρικούς που πληρώνει και απειροελάχιστος μπροστά στους αστυνομικούς και στρατιωτικούς που προσλαμβάνει διαρκώς για να συντηρεί την εξουσία της αστικής τάξης πάνω στις ζωές μας. Η κατάσταση μέσα σε περιόδους κρίσης επιδεινώθηκε: τα αστικά κόμματα συναγωνίζονταν για το ποιο θα υποβαθμίσει παραπάνω το δημόσιο και ποιοτικό χαρακτήρα της υγείας, ενώ κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τα ασφαλιστικά ταμεία, σπρώχνοντας τον πληθυσμό στην ιδιωτική υγεία και ασφάλιση. Στις μέρες μας, μόλις πρόσφατα είχαμε τις δηλώσεις πρωθυπουργού για την ιδιωτική πρωτοβουλία που θα βοηθήσει τα δημόσια νοσοκομεία με ιδιωτικούς τομογράφους σε αυτά, τις δηλώσεις Γεωργιάδη για μείωση προσωπικού, την τοποθέτηση μάνατζερ και στρατιωτικών στις διοικήσεις των νοσοκομείων για να τα μετατρέψουν σε ΣΔΙΤ (συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα) αλλά και τις μειώσεις εισφορών των εργοδοτών για τα ασφαλιστικά ταμεία. Αξίζει να αναφέρουμε πως λεφτά από τα ασφαλιστικά ταμεία πολλάκις στο παρελθόν έχουν δοθεί ως δάνεια σε επιχειρηματίες, έχουν τζογαριστεί σε χρηματιστήρια, έχουν πετσοκοπεί για να αποπληρωθούν χρέη τραπεζών. Ενώ τέλη Φλεβάρη μάθαμε πως θα δουλεύουμε ως τα 68 από το’22, ενώ αργότερα το όριο θα φτάσει τα 72 έτη. Την ίδια στιγμή, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια και τα ΜΜΕ, ως εργαλεία ιδεολογικής επιβολής του κεφαλαίου σπαταλούν εδώ και δεκαετίες πολύ χρόνο για να μας πείσουν για μια ατομοκεντρική αντίληψη για τα πάντα, κάτι που δεν αφήνει απ’ έξω τόσο το ζήτημα της ασφάλισης όσο και της υγείας. Έτσι προσπαθούν, ακόμα και σε συνθήκες κρίσης, να μας πείσουν πως ο καθένας μόνος του τα καταφέρνει καλύτερα, για να δικαιολογούν τις – χωρίς προηγούμενο – ιδιωτικοποιήσεις που πραγματοποιούνται με το τσουβάλι αυτή την περίοδο.
Εάν ο ιός εξαπλωνόταν ανεξέλεγκτα το σύστημα υγείας είναι βέβαιο ότι θα κατέρρεε – ακροβατεί στα όρια της κατάρρευσης ακόμα και όταν δεν υπάρχει κάποια υγειονομική κρίση- και μάλλον θα ζούσαμε και εδώ σκηνικά αντίστοιχα με αυτά της γειτονικής Ιταλίας όπου οι γιατροί έπρεπε να επιλέξουν ποιοι έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να επιβιώσουν για να τους περιθάλψουν. Και η ευθύνη για κάτι τέτοιο θα βάραινε αποκλειστικά και μόνο το κράτος και όσους παίρνουν μερτικό από την αντιμετώπιση της υγείας ως εμπόρευμα. Για αυτό και η προώθηση της καραμέλας της “ατομικής ευθύνης” ήταν απαραίτητη για την κυβέρνηση. Γιατί έπρεπε να βρεθεί κάποιος άλλος να κατηγορηθεί για ό,τι προκύψει και αυτός ο άλλος ήμασταν όλοι εμείς. Αυτή η τακτική της μετακύλισης της ευθύνης άλλωστε είναι η κλασσική συνταγή που ακολουθείται σε κάθε τύπου κρίσης.
Πέρα όμως από την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το σύστημα υγείας όταν προέκυψε το ζήτημα του κορωνοϊού, εξίσου μεγάλης σημασίας είναι και οι κινήσεις που έγιναν από τότε σε σχέση με αυτό. Από τις πρώτες μέρες μετά την κήρυξη της πανδημίας ακούσαμε από την κυβέρνηση εξαγγελίες για προσλήψεις ιατρών, νοσηλευτών και λοιπού υγειονομικού προσωπικού, για αγορά εξοπλισμού και μέσων ατομικής προστασίας, για λειτουργία κλινών ΜΕΘ, για τη δημιουργία ομάδων κινητής θεραπείας, για την ενίσχυση της λειτουργίας του ΕΟΔΥ. Τίποτα όμως από αυτά που ακούσαμε δεν είδαμε. Αντιθέτως, είδαμε τον Κικίλια να κάνει δήθεν έκκληση στους γιατρούς να υποβάλλουν αίτηση για μια προκήρυξη που δεν εμπεριείχε τελικά ούτε μία θέση επικουρικού ιατρού, ενώ όσες προσλήψεις πραγματοποιήθηκαν αργότερα έγιναν με το σταγονόμετρο και με συμβάσεις (περι)ορισμένου χρόνου. Για τους υπηρετούντες γιατρούς δε των οποίων η θητεία έληγε μεταξύ Μαρτίου και Σεπτεμβρίου οι συμβάσεις τους απλά παρατάθηκαν για 4 μήνες. Ακούσαμε τη Μαρέβα να μας καλεί να χειροκροτήσουμε τους “ήρωες της πρώτης γραμμής” αλλά είδαμε τις κινητοποιήσεις των γιατρών να χτυπιούνται από την αστυνομία, τους αρμόδιους υπουργούς να αρνούνται να συναντηθούν μαζί τους και τις εφημερίες τους να μένουν απλήρωτες. Είδαμε το τηλεφωνικό κέντρο του ΕΟΔΥ εν δράση όπου οι λίγοι που κατάφερναν να πιάσουν γραμμή έπαιρναν τη σύσταση να μείνουν σπίτι κι ας είχαν συμπτώματα (κάτι το οποίο οδήγησε σε θάνατο γυναίκα στην Καστοριά) ή τους δινόταν το ελεύθερο να κοινωνήσουν. Είδαμε οι οδηγίες για τα μέσα ατομικής προστασίας να προσαρμόζονται ανάλογα με τη διαθεσιμότητα και τις μπίζνες που παν πακέτο με την προμήθειά τους. Ακούσαμε για επιτάξεις ιδιωτικών κλινών ΜΕΘ, αλλά είδαμε τη μίσθωσή τους έναντι 1600 ευρώ τη μέρα, ενώ οι περιβόητες ομάδων κινητής θεραπείας παραμένουν άφαντες.
Αλλά δεν είδαμε μόνο αυτά. Τη στιγμή που η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, ακόμα και οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού, αντιλαμβανόντουσαν την ανάγκη για ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, τη στιγμή που πραγματοποιούνταν πλήθος διαμαρτυριών από υγειονομικούς εργαζόμενους και αλληλέγγυους διεκδικώντας μόνιμο προσωπικό, μέσα προστασίας, δωρεάν τεστ, επίταξη ιδιωτικού τομέα και πρόσβαση στην περίθαλψη για όλους, το κράτος επέλεξε να ενισχύσει άλλους τομείς “χρησιμότερους” κατ’αυτό σε καιρό υγειονομικής κρίσης. Μπορεί λοιπόν να μην έφταναν τα λεφτά για να καλυφθούν τα κενά του ΕΣΥ, περίσσευαν όμως για να ενισχυθούν τα σώματα ασφαλείας και τα ΜΜΕ. Τους τελευταίους μήνες ιδρύθηκε νέο τμήμα ΕΚΑΜ στην Κρήτη, προστέθηκαν 264 νέα οχήματα στην ΕΛ.ΑΣ, θα αγοραστούν νέα σκάφη και θα αυξηθεί η οργανική δύναμη του Λιμενικού Σώματος κατά 1.500 θέσεις, ενώ σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα οι μπάτσοι ενδέχεται να λάβουν “επίδομα επιβράβευσης” για το “θεάρεστο έργο” που προσέφεραν αυτό τον καιρό. Παράλληλα, κάθε βδομάδα κατά τη διάρκεια της καραντίνας ανακοινωνόταν και από ένα νέο δώρο στους καναλάρχες με το συνολικό ποσό να ανέρχεται στα 41 εκατομμύρια ευρώ. Αρχικά, δόθηκαν 11 εκατομμύρια € για “την προβολή των σποτ του ΕΟΔΥ” -που ως γνωστόν όφειλαν να προβάλλονται δωρεάν-, μετά ακολούθησε η “διευκόλυνση” με τις άδειες, συνολικού ύψους 21 εκατομμυρίων €, έπειτα η ένταξη των καναλιών στις επιχειρήσεις που πλήττονται από τον κορονοϊό και τέλος 9 εκατομμύρια ευρώ για την ενημερωτική καμπάνια για τον κορονοϊό. Απλά μυαλά σαν τα δικά μας θα έμπαιναν σε μια διαδικασία να υπολογίσουν πόσες θέσεις γιατρών θα μπορούσαν να έχουν καλυφθεί με τα αντίστοιχα ποσά, πόσες κλίνες ΜΕΘ θα είχαν ανοίξει, πόσα τεστ θα μπορούσαν να γίνουν κοκ. Το κράτος όμως -όπως μας είπε άλλωστε και το ίδιο- ξέρει καλύτερα. Παίρνουμε λοιπόν πάσα από τα παραπάνω και περνάμε στο επόμενο ουσιαστικό σημείο της κρατικής στρατηγικής.
“Είμαστε σε πόλεμο με έναν αόρατο εχθρό”
Με αυτά τα λόγια επέλεξε ο πρωθυπουργός να αναφερθεί στον κορονοϊό στο πρώτο του διάγγελμά κατά την επιβολή του πρώτου κύματος μέτρων για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης του Covid-19. Η φράση αυτή κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Σε αυτήν αποτυπώνεται ένας από τους στόχους της κυβέρνησης που δεν είναι άλλος από την καλλιέργεια ενός κλίματος τρόμου καθώς όταν επικρατεί ο φόβος ο κόσμος χειραγωγείται πολύ πιο εύκολα και είναι διατεθειμένος -έως και πρόθυμος – να παραχωρήσει μέρος της ελευθερίας του στο όνομα της ασφάλειας. Και ποιος καλύτερος τρόπος για να καλλιεργηθεί ο τρόμος από την εγκόλπωση στην κρατική ρητορική πολεμικής ορολογίας;
Έτσι, με ένα συνδυασμό ακριβά αγορασμένης προπαγάνδας από τα ΜΜΕ και μπατσοκρατίας στους δρόμους επιβλήθηκε η τακτική της κοινωνικής απομάκρυνσης η οποία μάλιστα αναδείχθηκε ως μονόδρομος για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Η συγκεκριμένη επιλογή είχε να κάνει με τη γενικότερη προσπάθεια του ελληνικού κράτους (όπως και όλων των υπόλοιπων φυσικά) όχι απλά να βγει όσο γίνεται πιο αλώβητο από την κρίση, αλλά να την εκμεταλλευτεί κιόλας για να επιταχύνει την εκπλήρωση της ατζέντας που είχε και από τα πριν.
Καθεστώς εξαίρεσης η διαχρονική κανονικότητα
“Ο κορονοϊός δεν ξεχωρίζει σύνορα ή έθνη, εισοδήματα, ή κοινωνικές ομάδες. Απειλεί τον άνθρωπο όπου κι αν είναι όπου κι αν κατοικεί. Απέναντί του είμαστε όλοι ίσοι”
Ο κορονοϊός μπορεί να μην κάνει διακρίσεις, δεν μπορεί όμως να ειπωθεί το ίδιο και για το κράτος. Καταρχήν, από μόνα τους τα μέτρα κοινωνικής απομάκρυνσης ήταν μέτρα ξεκάθαρα ταξικά. Γιατί δεν είναι το ίδιο να κάτσει σπίτι του ένας εργάτης που βγάζει 500 ευρώ το μήνα και μένει σε μια τρύπα, με το να μείνει στη βίλα του ο κάθε μεγαλοεπιχειρηματίας. Επειδή η επιβολή προστίμου 150 ευρώ για μια δασκάλα μπορεί να σημαίνει ότι θα μείνουν απλήρωτοι λογαριασμοί ενώ για τον ιδιοκτήτη ενός σχολείου να είναι ένα ευκαταφρόνητο ποσό. Επειδή, το «μείνετε σπίτι» δεν είναι εφικτό για όσους απλούστατα δεν έχουν, είτε επειδή τους το πήρε κάποια τράπεζα, είτε επειδή ήταν άνεργοι και δεν μπορούσαν να πληρώσουν το νοίκι, είτε επειδή έκλεισαν δομές όπως φοιτητικές εστίες, φιλοξενία αστέγων και δομές για κακοποιημένες γυναίκες. Επειδή, η αποφυγή του συνωστισμού και η τήρηση κανόνων ατομικής υγιεινής δεν είναι εφικτές σε camp μεταναστριών, ψυχιατρικές κλινικές και φυλακές.
Για μία ακόμη φορά λοιπόν είδαμε πως το κράτος ως πρωταρχικό στόχο είχε να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των αφεντικών. Η κυβέρνηση βέβαια πήρε κάποια «φιλολαϊκά» μέτρα για τα μάτια του κόσμου για να μπορέσει να πλασαριστεί -πάλι με τη βοήθεια των ΜΜΕ- ως δίκαιη και συνετή. Η ενίσχυση των 530ευρώ το μήνα και η μείωση κατά 40% του ενοικίου ή η επιδότηση των 400 ευρώ για μερίδα ανέργων όμως δεν ήταν παρά η στάχτη στα μάτια των προλετάριων, καθώς μόνο μία πολύ μικρή μερίδα των εργαζομένων δικαιούταν αυτές τις ενισχύσεις και ακόμα μικρότερη των ανέργων. Συγκεκριμένα, την περίοδο της καραντίνας έμειναν εντελώς ξεκρέμαστοι χωρίς καμία μέριμνα οι επισφαλώς ή μαύρα εργαζόμενοι, οι μακροχρόνια άνεργοι (όπου ως μακροχρόνια άνεργοι ορίζονται μόνο όσοι είναι άνεργοι από 12-24 μήνες καθώς σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αδ. Γεωργιάδη κάπως τα βγάζουν πέρα αν είναι πάνω από 24 μήνες άνεργοι), καθώς και πάρα πολλές κατηγορίες εργαζομένων που είτε έμειναν εντελώς εκτός οποιασδήποτε πρόβλεψης (πχ καλλιτέχνες) είτε άλλες που για να πάρουν μια υποτυπώδη ενίσχυση αναγκάστηκαν να εγγραφούν στα περίφημα προγράμματα τηλεκατάρτισης του Σκοιλ Ελικίκου. Παράλληλα, άλλο ένα μέτρο που παρουσιάστηκε ως φιλοεργατικό ήταν η άδεια ειδικού σκοπού την οποία δικαιούνταν γονείς που έπρεπε να μείνουν σπίτι με τα παιδία τους από όταν έκλεισαν τα σχολεία, όμως αυτό που συγκαλυπτόταν ήταν ότι η μία στις τέσσερις μέρες άδειας αφαιρούνταν από τις κανονικές άδειες του γονέα. Η δε προστασία απόλυσης όσων είχαν βγει σε αναστολή είναι μόνο ένα επικοινωνιακό ψέμα καθώς η περίοδος προστασίας είναι μόλις 45 μέρες μετά τη λήξη της αναστολής.
Ως προς τις επιχειρήσεις και τους εργοδότες αντίθετα πραγματοποιήθηκαν διάφορες ελαφρύνσεις, όπως η αναστολή του ΦΠΑ για 4 μήνες και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που όφειλαν να δώσουν οι εργοδότες για τα ένσημα των εργαζομένων τους. Επίσης, ως μέσο αποφυγής του συνωστισμού προωθήθηκαν η τηλεργασία (για την οποία στις περισσότερες περιπτώσεις οι εργαζόμενοι καλούνταν να επωμιστούν τα απαραίτητα έξοδα για τη διεκπεραίωσή της) και η ευελιξία του ωραρίου εργασίας χωρίς να είναι απαραίτητη η εκ των προτέρων δήλωσή του, γεγονός που άνοιξε το δρόμο για απλήρωτες υπερωρίες και περαιτέρω ελαστικοποίηση της εργασίας. Από την άλλη τέθηκε το πλαίσιο για μεγαλύτερο ξεζούμισμα των εργαζομένων (πχ θεσμοθέτιση εκ περιτροπής εργασίας) ακόμα και σε επιχειρήσεις που θησαύριζαν εν μέσω καραντίνας (σούπερ μάρκετ, εταιρείες ταχυμεταφορών, καταστήματα με delivery, ιδιωτικές κλινικές). Ενδεικτικό είναι ότι οι εργαζόμενοι που εξυμνούνταν από τα ΜΜΕ ως αυτοί που δίνουν τη μάχη στην πρώτη γραμμή «ανταμείφθηκαν» για την προσφορά τους με τεράστιο όγκο δουλειάς ενώ διευρύνθηκε και το ωράριο λειτουργίας τους και έγινε απόπειρα κατάργησης της κυριακάτικης αργίας στα μάρκετ. Άλλο ένα δωράκι που παραχωρήθηκε στα αφεντικά είναι ότι τους δόθηκε η δυνατότητα να καθυστερήσουν να καταβάλλουν το δώρο του Πάσχα. Τα παραπάνω αποτελούν ορισμένα μόνο από τα μέτρα που περάστηκαν σε θεσμικό επίπεδο προς όφελος των αφεντικών και εις βάρος των εργαζομένων εν μέσω καραντίνας. Πέρα από αυτά είναι αμέτρητα τα παραδείγματα εργοδοτικών αυθαιρεσιών που πραγματοποιήθηκαν αυτό το διάστημα εκμεταλλευόμενοι την παντελή έλλειψη ελέγχου και την ανάγκη των εργαζομένων για εξασφάλιση κάποιου εισοδήματος.
Τα χειρότερα βέβαια για την εργατική τάξη είναι μπροστά μας. Με αφορμή την κρίση του κορωνοϊού περάστηκαν και θα περαστούν αντεργατικά μέτρα όπως ο ορισμός του υποκατώτατου μισθού στα 530 ευρώ, ενώ η ανεργία θα εκτοξευτεί σε πρωτοφανή μεγέθη, κάτι που αντιλαμβάνονται ήδη πολύ καλά όσοι εργάζονταν εποχικά στον τουρισμό και τώρα βλέπουν τη μοναδική πηγή εισοδήματός τους στην καλύτερη να συρρικνώνεται ή/και να εξαλείφεται εντελώς.
Για όσους δε περισσεύουν στα σχέδια των αφεντικών ήταν από την αρχή φανερό ότι ο κρατικός σχεδιασμός ήταν να απομονωθούν σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό και να αφεθούν στην μοίρα τους, συνωστισμένοι σε άθλιες συνθήκες υγιεινής και διαβίωσης. Ταυτόχρονα, η καταστολή που βιώνουν όσοι και όσες από αυτούς αγωνίζονται για την επιβίωση τους, έρχεται να επιβεβαιώσει τη θανατοπολιτική που ακολουθεί το κράτος, που με διαφορετικούς όρους και ένταση εφαρμόζεται στο σύνολο της τάξης μας.
Πιο συγκεκριμένα όσον αφορά τις μετανάστριες η κυβέρνηση είχε ήδη φροντίσει να στερήσει την πρόσβαση τους στην περίθαλψη καταργώντας τη χορήγηση ΑΜΚΑ από τους πρώτους μήνες της θητείας της. Με αφορμή την πανδημία αναστάλθηκε η χορήγηση ασύλου ενώ λήφθηκε η απόφαση για την περίφραξη και φύλαξη ακόμα και των “ανοιχτών” camp (η δημιουργία κλειστών κέντρων κράτησης ήταν διακαής πόθος της κυβέρνησης), κρατώντας τες στοιβαγμένες σε κατάμεστους χώρους όπου δεν υπάρχουν γιατροί και είναι αδύνατο να εφαρμοστούν οι υγειονομικές οδηγίες. Επιπλέον, ένα από τα μέτρα που πάρθηκαν την άνοιξη για τους διαμένοντες σε camp ήταν να απαγορευτεί η μετακίνησή τους μετά τις 7 το απόγευμα ενώ κόπηκε το επίδομα που λάμβαναν υποτίθεται εωσότου να τοποθετηθούν ATM στα camp (κάτι που φυσικά δεν έχει γίνει ακόμα). Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά πριν λίγο καιρό ψηφίστηκε το νέο (αντι)μεταναστευτικό νομοσχέδιο σύμφωνα με το οποίο διευρύνεται το καθεστώς κράτησης σε όλο και περισσότερες περιπτώσεις, εντέχνως ασαφώς ορισμένες προκειμένου να μπορεί να επιβάλλεται κατά βούληση. Ακόμα, εν μέσω καραντίνας κοινοποιήθηκε η απόφαση ότι θα ξεκινήσουν εξώσεις σε περίπου 11.000 μετανάστες ευάλωτων κατηγοριών που διέμεναν σε διαμερίσματα μέσω διαφόρων προγραμμάτων.
Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και στις γεμάτες φυλακές όπου οι κρατούμενοι/ες, όπως και πριν την πανδημία, ζουν συνωστισμένες σε άθλιες συνθήκες και έχουν ελλιπή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη με αποτέλεσμα να πεθαίνουν για αιτίες που δεν νοούνται στην εποχή μας, όπως για παράδειγμα σαπισμένα δόντια. Τα μόνα μέτρα που πήρε το υπουργείο για την αντιμετώπιση του ιού ήταν η απαγόρευση των επισκεπτηρίων με συγγενείς και δικηγόρους και η διακοπή της προμήθειας αγαθών. Φυσικά, ούτε οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι σταμάτησαν να μπαινοβγαίνουν στις φυλακές ούτε σταμάτησαν οι μεταγωγές για να μειωθεί ο κίνδυνος να εξαπλωθεί ο ιός εντός τους. Έτσι το μόνο που επιτεύχθηκε με αυτά τα μέτρα ήταν να γίνει ακόμα πιο πιεστική η ούτως ή άλλως ασφυκτική συνθήκη του εγκλεισμού. Τέλος, μετά από διάφορες κινητοποιήσεις των κρατουμένων για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής, καλύτερης πρόσβασης στην υγεία αλλά και λήψης μέτρων προστασίας από τον κορονοϊό, το κράτος φοβούμενο τις γενικευμένες εξεγέρσεις στις φυλακές (όπως έγινε στην Ιταλία) προσπάθησε να καθησυχάσει τους κρατούμενους μέσω της δημοσιοποίησης πρόθεσης ψήφισης ΠΝΠ για την αποσυμφόρηση των φυλακών, κάτι το οποίο φυσικά δεν έγινε ποτέ.
Από το χθες, στο σήμερα και το αύριο…
Ο χρόνος όμως δεν πάγωσε μόνο σε όσα πέρασαν κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Η επόμενη μέρα μας βρίσκει αντιμέτωπους με μία παγκόσμιας κλίμακας οικονομική κρίση με πρωτοφανείς αριθμούς ανεργίας (προβλέψεις για ΗΠΑ 20% ενώ για την Ελλάδα αγγίζει το 22,6%) να έρχεται να φορτωθεί πάνω στις πλάτες της εργατικής τάξης και των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων. Το πακέτο στήριξης που θα λάβουν οι χώρες της ΕΕ για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της κρίσης ανέρχεται στα 750 δις, το οποίο φυσικά συνοδεύεται από μεταρρυθμίσεις μνημονιακού χαρακτήρα, καθώς ποσοστό από αυτά τα χρήματα είναι δανειζόμενο. Ενδεικτικά το ποσό για την Ελλάδα είναι τα 32 δις και ήδη φαίνεται που και για τις ανάγκες ποιων θα δαπανηθεί.
Σε αυτή τη συνθήκη, τα κράτη και οι καπιταλιστές εκμεταλλεύονται τη συνθήκη «έκτακτης ανάγκης» που οι ίδιοι κήρυξαν για να περάσουν μέτρα και νομοσχέδια όξυνσης της καταστολής, εντατικοποιημένης εκμετάλλευσης της εργασίας και του φυσικού κόσμου. Το ίδιο φυσικά έγινε και στην ελληνική επικράτεια όπου τέθηκαν προς ψήφιση νομοσχέδια όπως το εκπαιδευτικό, το μεταναστευτικό, το περιβαλλοντικό.
Στις αρχές του Μάη λοιπόν, ψηφίστηκε ο «εκσυγχρονισμός της περιβαλλοντικής νομοθεσίας» στόχος του οποίου είναι η «δημιουργία ενός φιλικού προς τους επενδυτές περιβάλλοντος», το οποίο βέβαια καθόλου φιλικό δεν θα είναι προς την φύση, τους εργαζομένους και τους κατοίκους εκατοντάδων περιοχών. Ανάμεσα σε πολλά άλλα προβλέπεται η απλοποίηση και επίσπευση των διαδικασιών αδειοδότησης εκμεταλλευτικών δραστηριοτήτων και περιβαλλοντικός έλεγχος σχεδόν καταργείται. Επιπρόσθετα εκείνες τις ημέρες επικυρώθηκαν επίσημα αρκετά βήματα για την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου EastMed, ενός έργου που καταδεικνύει τη σύνδεση της λεηλασίας των οικοσυστημάτων με τα αιματοβαμμένα γεωπολιτικά παιχνίδια των ισχυρών. Ενώ το περιβαλλοντικό νομοσχέδιο ήρθε να συμπληρώσει δύο περίπου εβδομάδες αργότερα με παρόμοιες fast track διαδικασίες ψήφισης, ένα νέο σχέδιο νόμου που αφορά τον τουρισμό. Με βάση αυτό αίρονται οι περιορισμοί για τις τουριστικές επιχειρήσεις που αφορούν την εκμετάλλευση προστατευμένων ενάλιων περιοχών όπως είναι μεγάλης αξίας φυσικά οικοσυστήματα και αρχαιολογικοί χώροι. Σε συνδυασμό λοιπόν με το επικοινωνιακό παιχνιδάκι για τις άριστες επιδόσεις της χώρας απέναντι στον κορονοϊό ο ελλαδικός χώρος είναι έτοιμος και ανοιχτός για τους τουρίστες, τους ιδιώτες και γενικά όσους θέλουν να αυξήσουν την κερδοφορία τους μετατρέποντας ως εμπόρευμα ότι έχει απομείνει από την πίτα των ανεκμετάλλευτων.
Στις αρχές του Ιουνίου ψηφίστηκε το πολυνομοσχέδιο για την παιδεία που υποβαθμίζει κι άλλο τον δημόσιο χαρακτήρα της, δυσχεραίνει την εκπαιδευτική διαδικασία για τους μαθητές τους φοιτητές, τους δασκάλους-καθηγητές και μας γυρίζει δεκαετίες πίσω. Ειδικότερα επαναφέρεται η διαγωγή στους τίτλους σπουδών και η τράπεζα θεμάτων, προστίθενται εξειδικευμένα μαθήματα και αυξάνεται κατώτατος βαθμός προαγωγής στην επόμενη τάξη. Μέτρα που προφανώς αποκλείουν τους “ανεπίδεκτους” και “αντιπαραγωγικούς” μαθητές και όσους/ες έχουν μαθησιακά προβλήματα και οι οποίοι ετοιμάζονται να συνωστιστούν μαζί με πολλούς ακόμα έξω από κάποιον ΟΑΕΔ ή αν σταθούν “τυχεροί” να είναι ευτυχισμένοι με καμιά 4ωρη απασχόληση με 3 ευρώ την ώρα. Ταυτόχρονα οι ίδιες ρυθμίσεις, “σπρώχνουν” μόνο όσους είναι ικανοί να λειτουργήσουν ως όλο και πιο εξειδικευμένοι τ εχνικά αλλά και ως υπάκουοι μισθωτοί σκλάβοι σε μία παραγωγική για το κεφάλαιο εργασία, που δε θα τους παρέχει υπό προϋποθέσεις τα προς το ζην, ή όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα να πάνε σε ιδιωτικό σχολείο ή έχουν τον πλούτο να κυνηγήσουν το τυράκι της διά βίου μάθησης με τα δεκάδες ιδιωτικά μεταπτυχιακά. Η πρόσβαση λοιπόν, ακόμα και σ’ αυτή τη στοιχειώδη, κουτσουρεμένη και προφανώς βαθιά ταξική και κυριαρχική μόρφωση γίνεται όλο και πιο ακριβή και αφορά ένα όλο και πιο μικρό κομμάτι της κοινωνίας.
Ταυτόχρονα η κατάργηση κάποιων μαθημάτων (όπως εικαστικά μουσική στο Λύκειο), η αύξηση του αριθμού μαθητών ανά τάξη και οι αξιολογήσεις είναι μέτρα που δεν αφήνουν ανέγγιχτους ούτε τους εκπαιδευτικούς καθώς έτσι προβλέπονται για αυτούς αμέτρητες απολύσεις και αυστηρός έλεγχος των διδακτικών “ικανοτήτων τους”.
Στον απόηχο του κορωνοϊού μπαίνει σε εφαρμογή η διαδικασία τηλεκπαίδευσης (όπως άλλωστε έγινε και με την τηλεργασία) προκειμένου να διεξάγονται «κανονικά» τα μαθήματα. Τι σημαίνει όμως «κανονικά» για το Υπουργείο Παιδείας; Σημαίνει ότι αποκλείονται τα παιδιά των οικογενειών που δεν έχουν λάπτοπ, τάμπλετ ή ίντερνετ για να παρακολουθήσουν εξ αποστάσεως, σημαίνει ζωντανή αναμετάδοση του μαθήματος μέσω κάμερας λες και το μάθημα είναι σόου στην τηλεόραση, σημαίνει καμία αλληλεπίδραση και ελεύθερη έκφραση μεταξύ μαθητών- καθηγητών-δασκάλων, σημαίνει αποξένωση και πως παιδεία είναι μόνο η στεγνή διαδικασία παράδοσης ενός μαθήματος. Τα μέτρα για την τηλεκπαίδευση όμως φαίνεται να ήρθαν για να μείνουν καθώς ενώ όλες οι υπόλοιπες δραστηριότητες έχουν επανεκκινηθεί κανονικά και ενώ υπάρχουν τρόποι για διεξαγωγή των εξετάσεων με την τήρηση των απαραίτητων υγειονομικών μέτρων στα πανεπιστήμια μάλλον βόλεψε και για τις επόμενες εξεταστικές αυτή η μέθοδος αφού δε διαθέτουν επαρκές διδακτικό προσωπικό για επιτηρήσεις ούτε τις απαραίτητες υποδομές (αίθουσες για όλα τα τμήματα των σχολών).
Δε θα μας έκανε εντύπωση, λοιπόν, η εγκαθίδρυση μιας ψηφιοποιημένης κοινωνίας από την πλευρά του κράτους, η οποία δε βασίζεται προφανώς στην ανάγκη μας για προστασία από τον κορονοϊό αλλά στην διευκόλυνση του ίδιου για να μα απομακρύνει από συλλογικές διαδικασίες και από τις εστίες αγώνα. Να μας αποξενώσει και να μας διαιρέσει δηλαδή προκειμένου να έχει αδιάκοπα τον πλήρη έλεγχο πάνω στις ζωές μας. Εκεί άλλωστε στοχεύει και το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις που πέρασε σε διαβούλευση στα τέλη Ιουνίου και προβλέπει τον πλήρη έλεγχο από τις αστυνομικές αρχές των πορειών και των συγκεντρώσεων. Ειδικότερα απαιτείται η δήλωση προσώπου που θα είναι “υπεύθυνο” για την πορεία καθώς και πλήρης ενημέρωση από το ίδιο για την διαδρομή που θα ακολουθηθεί ενώ η αστυνομία έχει το πράσινο φως να για να προβεί στην διάλυση της αν δε συμμορφωθούν οι διαδηλωτές στις απαιτήσεις που θέτει η κυβέρνηση για να αναπαύεται καλύτερα στο μαξιλάρι της εξουσίας. Στο νομοσχέδιο οι διαδηλώσεις παρουσιάζονται σαν δημόσιος κίνδυνος για τους πολίτες και σαν μπλοκάρισμα της ομαλής λειτουργίας της κοινωνίας δείχνοντάς μας ουσιαστικά την ενόχληση που προκαλεί τελικά στους ίδιους ο αγώνας και η διεκδίκηση των αναγκών των εργαζομένων, των μεταναστριών, των καταπιεσμένων, του φυσικού κόσμου. Γιατί ο αγώνας μάς δεν αποτελεί κομμάτι θεσμοθετημένο και εναρμονισμένο ανάλογα με τις απαιτήσεις των κεφαλαιοκρατών αλλά εναντίωση με το υπάρχον σύστημα και τους μηχανισμούς του.
Είναι πολλά αυτά που είπαμε και πολλά παραπάνω αυτά που αξίζουν να ειπωθούν για όσα ζήσαμε και για όσα μας περιμένουν. Τα κράτη και τα αφεντικά ανέκαθεν αξιοποιούσαν κάθε κρίση για να εντείνουν την εκμετάλλευση και να επιβάλλουν δυσμενέστερους όρους υποτίμησης των ζωών μας. Το ίδιο γίνεται και με την κρίση του κορωνοϊού.
Αυτή όμως είναι μόνο η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη είναι αυτή που έχουμε δει τους τελευταίους μήνες από την πλευρά των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων σε όλη τη γη. Είναι τα δίκτυα αλληλεγγύης που απλώθηκαν αυθόρμητα σε κάθε πόλη για να στηριχθούν όσοι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, είναι οι κινητοποιήσεις των κρατουμένων, οι αγώνες των γιατρών, των εμποροϋπαλλήλων, των ντελιβεράδων, το μαζικό σπάσιμο της καραντίνας την Ιη του Μάη, αλλά και λίγο πιο μακριά από εμάς οι απεργίες στις βιομηχανίες της Γαλλίας και της Ιταλίας ή ακόμα πιο εκκωφαντικά η γενικευμένη κοινωνική εξέγερση στις ΗΠΑ που πήρε τη σκυτάλη από τις εξεγέρσεις σε όλη τη Λατινική Αμερική πριν λίγους μήνες.
Μπαίνουμε σε έναν νέο κύκλο παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, με δυσμενείς όρους για τους καταπιεσμένους σε αρκετά επίπεδα. Παρόλα αυτά πέρα από τα δικά μας ευχολόγια ή τις προβλέψεις των αστών για “το τέλος της ιστορίας” φαίνεται ότι ένα μεγάλο κομμάτι της καταπιεζόμενης ανθρωπότητας δεν είναι διατεθειμένο να υπογράψει στο όνομα της πανδημίας μονομερή ανακωχή της ταξικής πάλης. Αν και έχουν σημασία τα αντανακλαστικά που δείξαμε ή δεν δείξαμε, οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι σε πρώτη φάση το κινηματικό μούδιασμα ήταν λογικό λόγω των πρωτόγνωρων συνθηκών που αντιμετωπίσαμε. Έχοντας κατά νου πως το στοίχημά μας είναι να μην ξαναβρεθούμε απροετοίμαστοι και να μην αφήσουμε χώρο για την περαιτέρω υποτίμηση των όρων ζωής μας οξύνοντας τις κοινωνικές αντιστάσεις και οργανώνοντας την αντεπίθεση της τάξης μας. Κι όταν λέμε απροετοίμαστοι δεν αναφερόμαστε μόνο στο πως αναλύουμε και πως δρούμε μέσα σε ένα “δεύτερο κύμα εξάπλωσης του ιού” ή σε ένα νέο κύμα αντεργατικών και αντικοινωνικών μεταρρυθμίσεων με μνημόνιο ή χωρίς. Αλλά ταυτόχρονα και για το πώς θα ξαναστήσουμε την τάξη στα πόδια της ή ακόμα καλύτερα για το πώς θα κάνουμε μαζί με άλλους καταπιεσμένους τις ρήξεις των ερχόμενων αγώνων και εξεγέρσεων ακόμα πιο βαθειές οικοδομώντας ταυτόχρονα μέσα στα ξεσπάσματα τους, έναν νέο κόσμο που θα προσπαθεί και θα μπορεί να απαντάει στα προβλήματα όλων των ανθρώπων έχοντας ως εφαλτήριο το εξής λιτό και απέρριτο: Κατάργηση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης ανθρώπου από άνθρωπο!