Τοποθετήσεις/ εισηγήσεις στo συνέδριο/ φεστιβάλ antination της κατάληψης Φάμπρικα Υφανέτ
Οι εισηγήσεις της συλλογικότητας μας στο antination φεστιβάλ-συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη φάμπρικα υφανέτ το πρώτο Σαββατοκύριακο του Ιούνη.
Εισήγηση για τη θεματική "Απεργίες από τα πάνω, Κοινωνική Συμμαχία και πανεθνική ημέρα δράσης και η αυτοοργανωμένη απάντηση του κινήματος"
α)Τι θέλει η κοινωνική συμμαχία και ποιοι συμμετέχουν σε αυτήν
Πριν καταθέσουμε την δική μας ανάγνωση για την περιβόητη κοινωνική συμμαχία και την περσινή απεργία που είχε καλέσει ή για την ακρίβεια«εθνική ημέρα δράσης» όπως την είχαν ονομάσει, είναι μάλλον πιο σωστό να περιγράψουμε σύντομα το πρόγραμμά της αλλά και να δούμε τους φορείς που συμμετέχουν στο συγκεκριμένο εγχείρημα.
Ποιοι συμμετέχουν λοιπόν στην κοινωνική συμμαχία που έχει σαν σήμα 4 ανθρωπάκια διαφορετικών χρωμάτων με κεντρικά και μεγαλύτερα σε μέγεθος ένα γαλάζιο και ένα πράσινο και με μικρότερο και στην άκρη ένα κόκκινο; (πιστεύουμε πως ο συμβολισμός είναι παραπάνω από εμφανής).
Στη συμμαχία λοιπόν συμμετέχουν η Γενική συνομοσπονδία εργατών, η ανώτατη διοίκηση ενώσεων δημοσίων υπαλλήλων, η γενική συνομοσπονδία επαγγελματιών βιοτεχνών εμπόρων, η ελληνική συνομοσπονδία εμπορίου και επιχειρηματικότητας, η ολομέλεια δικηγορικών συλλόγων, το τεχνικό επιμελητήριο, το οικονομικό επιμελητήριο, ο πανελλήνιος ιατρικός σύλλογος, ο πανελλήνιος φαρμακευτικός σύλλογος, η ανώτατη γενική συνομοσπονδία συνταξιούχων και η εθνική συνομοσπονδία ατόμων με αναπηρία.
Ταξικά ερμηνεύοντας αυτές τις υπογραφές, έχουμε οργανώσεις εργαζομένων στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα, αυτοαπασχολούμενους (δικηγόρους, λογιστές, μηχανικούς, γιατρούς κλπ) αλλά και εργοδοτικούς συλλόγους εμπόρων και βιοτεχνών, ενώ από τα σημεία του προγράμματος της, που θα σας διαβάσουμε ευθύς αμέσως προκύπτει και το ποιος κατέχει την πολιτική ηγεμονία μέσα στη συγκεκριμένη συμμαχία:
Αφού λοιπόν το πρόγραμμά της κάνει μία απλή μνεία στην ανεργία, τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις διογκούμενες οικονομικές, εκπαιδευτικές κοινωνικές ανισότητες, τα συνοδεύει στην ίδια κιόλας πρόταση με την φορολόγηση των εμπόρων και των επιστημόνων – ελεύθερων επαγγελματιών αλλά και με τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας και επαγγελματικής στέγης. Το αμέσως επόμενο σημείο του προγράμματος στρέφεται ενάντια στο λαϊκισμό και την πόλωση που κυριαρχούν στη δημόσια σφαίρα στερώντας κάθε προοπτική για τις υγιείς και παραγωγικές κοινωνικές δυνάμεις.
Για όλα τα παραπάνω, οι αυτοχρηζόμενοι ως αντιπροσωπευτικότεροι φορείς της κοινωνίας των πολιτών –μία σαφής άρνηση της ύπαρξης ταξικής κοινωνίας όπως άλλωστε είχε διδάξει και η Θάτσερ λέγοντας πως στην κοινωνία δεν υπάρχουν τάξεις παρά μόνο άτομα- φτιάξανε την κοινωνική συμμαχία.
Όλοι αυτοί μαζί θέτουν την πατρίδα τους στην πρώτη γραμμή και επιζητούν την παλινόρθωση της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, ψάχνοντας να βρουν ένα ρεαλιστικό και δίκαιο εθνικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Στόχος τους όπως χαρακτηριστικά λένε, είναι η Ελλάδα που δουλεύει, παράγει, δημιουργεί και πετυχαίνει.
Με εξαίρεση τα αιτήματα περί ανεργίας και υπεράσπισης της δημόσιας υγείας, που και αυτά μπαίνουν με έναν ουμανιστικό και όχι ταξικό τρόπο, βλέπουμε τα υπόλοιπα αιτήματα να είναι αιτήματα της αστικής τάξης, τα περισσότερα κομμάτια των κατώτερων υποστρωμάτων της αλλά και κάποια που μπορεί κανείς να βρει άνετα και σε δελτία τύπου του Συνδέσμου βιομηχάνων.
2)Τι ακριβώς είναι η ΓΣΕΕ
Μιλώντας προηγούμενως για πολιτική ηγεμονία μέσα σ’ αυτή την κοινωνική συμμαχία, εννοούσαμε αυτό ακριβώς. Μία ηγεμονία που όμως δεν προέρχεται με όρους επιβολής από τις «περισσότερες σε αριθμό» δυνάμεις αυτοαποασχολούμενων και εργοδοτών. Αλλά προέρχεται μέσα από τις ίδιες τις ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Ίσως εδώ να μη χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση παρά μόνο μικρές υπενθυμίσεις: τις σκόρπιες 24ωρες ή μάξιμουμ 48ωρες απεργίες χωρίς να δίνεται καν βαρύτητα στην προετοιμασία τους τα πρώτα μνημονιακά χρόνια που γέμισαν με απογοήτευση την εργατική τάξη, τη στάση στο δημοψήφισμα, τον εναγκαλισμό των οδηγών-μετόχων του ΟΑΣΘ και των μεταλλωρύχων της Χαλκιδικής, την πλήρη υποταγή στις απαιτήσεις του ΣΕΒ και των κυβερνήσεων του σε θέματα μισθών και συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Διατηρώντας τη δύναμη σε μία σειρά εργοδοτικά σωματεία και έχοντας τις έδρες από μία σειρά ανύπαρκτα (κυριολεκτικά) σωματεία, με ανύπαρκτους (κυριολεκτικά) εργαζομένους, μία δράκα υποτακτικών του κεφαλαίου, τόσο της ΠΑΣΚΕ όσο και της ΔΑΚΕ κρατάει όμηρο στα χέρια της, εδώ και δεκαετίες την τριτοβάθμια οργάνωση των εργαζομένων αυτού του τόπου, είτε μέσω εκβιασμών σε άλλους εργαζομένους, είτε μέσω συνδιαλλαγής με τα αφεντικά.
Ακόμα και την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης, όπου ο ρόλος της, ξεσκεπάστηκε τελείως και απομονώθηκαν ακόμα και από τους εργαζομένους που είχαν κοντά τους για δεκαετίες, καταφέρνουν να κρατάν τα κλειδιά πολλών εργατικών κέντρων αλλά και τα σκήπτρα στο επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα, το οποίο έχει φτάσει σε πρωτόγνωρα σημεία παρακμής.
Δεν τους ενοχλεί που βάζουν τον φύλακα και την καφετζού του εργατικού κέντρου να κρατάει τυπικά και για τις φωτογραφίες το πανό τους στις θλιβερές συγκεντρώσεις των 10 ανθρώπων που πραγματοποιούν, ούτε το να πληρώνουν μπράβους για να μπορούν να πραγματοποιούν τα συνέδρια τους. Κομμάτι μίας καλά αμοιβόμενης –άμεσα και έμμεσα- εργατικής αριστοκρατίας προστατεύουν με νύχια και με δόντια τα προνόμια τους ασκώντας «εργατικό συνδικαλισμό» στα μέτρα και στις απαιτήσεις του κεφαλαίου.
3)Καπιταλιστική κρίση και προσπάθεια αφομοίωσης των εργατικών αγώνων από τον εθνικό κορμό
Την τελευταία δεκαετία ο παγκόσμιος καπιταλισμός και συνεπακόλουθα και ίσως ακόμα πιο έντονα ο Ελληνικός καπιταλισμός βρίσκονται σε περίοδο κρίσης. Λόγω υπερσυσσώρευσης εμπορευμάτων που μένουν αδιάθετα γεγονός που επιδεινώνεται και από τη λειτουργία της μεγάλης φούσκας του χρηματοπιστωτικού τομέα, η κερδοφορία για το κεφάλαιο μειώνεται και γίνεται απαραίτητη μια αναδιάταξη των παραγωγικών σχέσεων και του πλούτου.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση το κεφάλαιο επιλέγει να κάνει πιο φτηνό το εμπόρευμα που λέγεται ανθρώπινη εργασία ρίχνοντας τους μισθούς μας. Ταυτόχρονα εξωθεί τις μικρότερες επιχειρήσεις να κλείσουν ή να απορροφηθούν από μεγαλύτερες εταιρείες αυξάνοντας τη φορολογία, ενώ το υπερχρεωμένο κράτος πετσοκόβει όσο μπορεί τις κοινωνικές δαπάνες (κομμένες συντάξεις -από τη στιγμή που έγινε διαχειριστής των ταμείων των εργαζομένων-, κουτσουρεμένα επιδόματα ανεργίας, λοχείας, μειώσεις δαπανών για υγεία και παιδεία κλπ).
Το έθνος κράτος διαχρονικά, από τα χρόνια της υποτιθέμενης ανάπτυξης του και όχι μόνο σε περιόδους κρίσης, έχει φροντίσει να συνδέσει την άνοδο του βιοτικού επιπέδου του προλεταριάτου με την επίτευξη ενός κοινού εθνικού στόχου, μέσω της ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας. Μεγαλουργεί η Ελλάδα λέγαν και έτσι δικαιολογούσαν το ότι μία σημαντική μερίδα της εργατικής τάξης της δεκαετίας του 1990 (με εξαίρεση βέβαια τους Αλβανούς μετανάστες για τους οποίους δεν γινόταν λόγος) μπορούσε να ζει σχετικά αξιοπρεπώς, αποκρύβοντας βέβαια τη γεωμετρική αύξηση των κερδών για τους ντόπιους καπιταλιστές εκείνη την περίοδο. Ταυτόχρονα είχε ήδη καταφέρει να εξαγοράσει τη συνδικαλιστική ηγεσία και να μετατρέψει τη ΓΣΕΕ σε έναν αστικό μηχανισμό αφομοίωσης όπως αναφέραμε παραπάνω. Ενώ τέλος, όχι χωρίς κόπο, κατάφερε να επιβάλει μικροαστικές αντιλήψεις ηγεμονεύοντας ακόμα και στην καθημερινότητα και στον τρόπο σκέψης, σε μία μεγάλη μερίδα του προλεταριάτου, το οποίο πλέον εκτός από διασπασμένο χωρίς μαζικούς χώρους δουλειάς για να το φέρουν σε επαφή, βρέθηκε και ναρκωμένο βλέποντας σαν στόχο ζωής τη μεταπήδηση σε κάποια ανώτερη βαθμίδα της ταξικής διαστρωμάτωσης, ακολουθώντας την ηθική και πολιτισμική κουλτούρα των αστών, πίνοντας τα ναρκωτικά τους, προσπαθώντας να ζήσει την αλλοτριωμένη ζωή τους.
Κάποια από τα παραπάνω με το ξέσπασμα της κρίσης, επιβεβαίωσαν τα αυτονόητα: όχι, η κοινωνική πλειοψηφία, οι εργαζόμενοι αυτού του τόπου ποτέ δε θα μπορέσουν να ζήσουν με τις ανέσεις των αστών, ακόμα δε και αυτοί που έγιναν αυτοαπασχολούμενοι ή και μικροαφεντικά τώρα μάλλον περιμένουν μαζί μας στις ουρές της ανεργίας γεμισμένοι με χρέη.
Αν κάτι όμως όχι μόνο έμεινε αλλά και οξύνθηκε ήταν η κυρίαρχη αφήγηση περί εθνικών στόχων που ακόμα και σε περίοδο κρίσης πρέπει -από κοινού εργάτες και αφεντικά- να επιτύχουμε. Βάλε πλάτη στην επιχείρηση σου μένοντας απλήρωτος, ή δικαιολογώντας μειώσεις για να συνεχίσεις να είσαι τυχερός που δουλεύεις. Βάλε πλάτη στο 5ευρω στα νοσοκομεία ή στους ταξικούς φραγμούς στην παιδεία για να μπορέσει το κράτος σου να συνεχίζει να ξεπληρώνει το χρέος και ταυτόχρονα να αναβαθμίζει τα πολεμικά του αεροπλάνα. Δεν ζητάν κάτι άλλο. Ζητάν να ξαναμεγαλουργήσει η οικονομία και το έθνος τους και το να μας μιλάν κυρίως για το δεύτερο στηριζόμενοι σε ιστορικά ψεύδη, καταπιέσεις, γλωσσικές και θρησκευτικές επιβολές που μας μετέτρεψαν σε έναν πληθυσμό που μιλάει την ίδια γλώσσα και έχει πάνω κάτω κάποιες κοινές παραδόσεις, τονίζοντας ταυτόχρονα την ύπαρξη των -έτοιμων να μας φάνε- εχθρων είναι το τρικ που χρησιμοποιούν.
Όλοι μαζί λοιπόν μαζί με τους δικαστές, τους μπάτσους και τους στρατιωτικούς -για τους οποίους κρίθηκε ότι όλες οι μειώσεις τους ήταν παράνομες, κάτι που προφανώς δεν έγινε με τις μειώσεις της τάξης μας-, μαζί με τα μικρομεσαία αφεντικά, μαζί με τους εφοπλιστές μας, τους βιομηχάνους μας, τους μεγαλοεμπόρους, πρέπει να παλέψουμε για να ξανασηκώσουμε την πατρίδα στα πόδια της. Να δουλέψουμε σκληρά, να κάνουμε υπομονή, να κρύψουμε την ταξική πάλη κάτω από το γαλανόλευκο χαλάκι και άμα χρειαστεί να χύσουμε και το αίμα μας σε κάποιον πόλεμο, τώρα που η μπίζνα με τις ΑΟΖ και τα πετρέλαια δείχνει ότι μπορεί να τους ξαναφέρει κερδοφορία. Κι ας τσακίσει το περιβάλλον, κι ας μη δούμε ποτέ ούτε ένα ευρώ από αυτά τα κέρδη…
Τι άλλο λοιπόν είναι η κοινωνική συμμαχία πέρα από μία επίσημη παραδοχή της αφομοίωσης των ταξικών αγώνων, του ίδιου του προλεταριάτου από την εθνική ενότητα, από την πλήρη υποταγή και συνθηκολόγησή του με ένα μέλλον βουτηγμένο στην εκμετάλλευση;
4) Πριν λοιπόν μιλήσουμε για το τι κάναμε και κυρίως για το τί πρέπει να κάνουμε εμείς, όσο θολό κι αν είναι αυτό το εμείς, απέναντι στην κοινωνική συμμαχία και σε όσα πρεσβεύει επιτρέψτε μας να παρουσιάσουμε πολύ σύντομα κάποια στοιχεία για την σύνθεση της Ελληνικής κοινωνίας για να ξεκαθαρίζει πως ακόμα και σε μια οικονομία με μία υπερμεγέθη μεσαία τάξη, η κοινωνική πλειοψηφία αποτελεί το προλεταριάτο αλλά και στρώματα (συνταξιούχοι, αυτοαποασχολούμενοι) που βρίσκονται στα όρια της φτώχειας, αδυνατώντας να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες.
Τα στοιχεία που θα παρουσιάσουμε προέρχονται από την ΕΛΣΤΑΤ στα τέλη του 2016. Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία διακρίνεται σε τρεις τάξεις: την αστική, τη μεσαία και την εργατική..
Η αστική τάξη συγκροτείται από περίπου 70.000 καπιταλιστές. Παρά τους ενδοαστικούς ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της αστικής τάξης, τα συμφέροντά της είναι ενιαία και σε αντιπαράθεση και αντιπαλότητα με την εργατική τάξη.
Ανάμεσα στην αστική τάξη και την εργατική παρεμβάλλονται τα μεσαία στρώματα, που χαρακτηρίζονται από μεγάλη ανομοιογένεια και διαφορές στο εσωτερικό τους ως προς τη σχέση ιδιοκτησίας με τα μέσα παραγωγής, το ρόλο τους στην παραγωγή και την οργάνωση της εργασίας, το μέγεθος και τον τρόπο ιδιοποίησης της μερίδας του πλούτου που καρπώνονται.
Το σύνολο των αυτοαπασχολούμενων προσδιορίζεται στις 836.000 ή 22,8 % του εργατικού δυναμικού, και παρουσιάζει μείωση το τελευταίο διάστημα. Το 1/3 εξ αυτών έχουν μερίδιο ιδιοκτησίας σε επιχειρήσεις με προσωπικό και το 1/5 βοηθούς σε οικογενειακή επιχείρηση. Το μεγαλύτερο κομμάτι όμως των μεσαίων στρωμάτων αποτελείται από τους αυτοαπασχολούμενους χωρίς προσωπικό που ξεπερνούν τα 1,2 εκατομμύρια και καταγράφεται ως ελληνική ιδιαιτερότητα.
Επίσης μια σημαντική ομάδα είναι οι άνεργοι που το 2016 συνέχιζαν να ξεπερνούν το 1,13 εκατομμύριο. Σε αυτούς υπάρχει ταξική διαστρωμάτωση με παρουσία μεσαίων στρωμάτων,
Το μεγαλύτερο μέρος της αύγχρονης εργατικής τάξης αποτελούν οι 1.770.000 μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα και το μεγαλύτερο μέρος των 410.000 εργαζόμενων στο δημόσιο αφού έχουμε αφαιρέσει τους 150.000 που είναι στα σώματα ασφαλείας, στρατό και ιερείς, καθώς και από τους 63.000 περίπου συμβασιούχους, και μεγάλο μέρος των 33.000 που εργάζονται σε ΝΠΙΔ.
Ταυτόχρονα στη σύγχρονη εργατική τάξη χρειάζεται να συνυπολογίσουμε τους ντόπιους και τους μετανάστες που εργάζονται μαύρα, ένα σημαντικό ποσοστό των 1.13 εκ. ανέργων καθώς και τμήμα όσων καταγράφονται ως αυτοαπασχολούμενοι αλλά παρέχουν μισθωτή εργασία με μπλοκάκι.
Με βάση όλα τα παραπάνω μπορούμε να καταλήξουμε με σιγουριά ότι η σύγχρονη εργατική τάξη της χώρας μας αποτελεί την πιο μεγάλη μερίδα όχι μόνο των απασχολούμενων, αλλά και ότι ξεπερνά το 60% του Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού.
5) Βλέπουμε λοιπόν πως ακόμα και αν στην Ελλάδα υπάρχει μία μεγάλη μερίδα μεσαίων στρωμάτων, υπαλλήλων των σωμάτων ασφαλείας, δικαστικών, ανώτερων διευθυντικών στελεχών στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα, η κοινωνική πλειοψηφία δε θα μπορούσε να είναι άλλη από τους ανθρώπους που δεν έχουν άλλο τρόπο για να ζήσουν πέρα από το να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη. Και που όταν δεν το κάνουν, είναι καταδικασμένοι στην πείνα.
Ταυτόχρονα, οι αναρχικές αντιλήψεις με την ευρύτητά τους, μπορούν να αγκαλιάσουν μία σειρά άλλων αγώνων ενάντια στο κεφάλαιο ακόμα και αν δεν δίνονται μόνο από εργαζομένους, όπως είναι οι αγώνες ενάντια στις εξορύξεις, στις ιδιωτικοποιήσεις, στη λεηλασία του περιβάλλοντος, στους αποκλεισμούς από κοινωνικά αγαθά όπως η ενέργεια, οι μετακινήσεις, το νερό, η ψυχαγωγία, η υγεία, η μόρφωση.
Εγείρονται ταυτόχρονα όμως κάποια κομβικά ερωτήματα για τον αναρχικό χώρο, για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε και στο τί προτείνουμε απέναντι στις εθνικές αφηγήσεις της κάθε κοινωνικής συμμαχίας:
Ποια είναι η ταξική σύστασή του; Κάτι που πρέπει να απαντηθεί πολύ συγκεκριμένα για να δούμε και τις δυνατότητες παρέμβασης μας στους χώρους που κινούμαστε; Αλλά και ποια είναι τα αναλυτικά του εργαλεία; Ποιες είναι οι μέθοδοι παρέμβασης του μέσα στην ταξική πάλη, αν τελικά είναι αυτός ο σκοπός μας; Ποια είναι η συμμετοχή των αναρχικών μέσα στα σωματεία, η συμβολή τους για τη δημιουργία νέων, οι σκοποί των σωματείων που τελικά δημιουργούνται; Ποια είναι η συμμετοχή και η συμβολή των αναρχικών στη δημιουργία τοπικών πρωτοβουλιών γειτονιάς από τη στιγμή που αποτελεί δεδομένο το ότι ο ελληνικός καπιταλισμός έχοντας σαν βασικό του πυλώνα τον τουρισμό δεν έχει μαζικούς χώρους δουλειάς και η γειτονιά μπορεί να γίνει ένα πεδίο συνάντησης των πληβείων; Ακόμα, ακόμα τι δουλειά πρέπει να γίνει στα πανεπιστήμια; Αντιλαμβανόμαστε την πατριαρχία ως μία συνθήκη που αλληλοτροφοδοτείται με τον καπιταλισμό αλλά και με μία σειρά σχέσεων καταπίεσης; Αντιλαμβανόμαστε την διπλή καταπίεση που βιώνουν οι γυναίκεςτης εργατικής τάξης; Τι λένε οι αναρχικοί για το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης του προλεταριάτου και ευρύτερα των καταπιεσμένων σε μία οριζόντια προφανώς κατεύθυνση; Πιστεύουν σήμερα οι αναρχικοί στην προοπτική της κοινωνικής επανάστασης, στην πάλη για έναν νέο κόσμο χωρίς ανισότητες, φτώχεια, πολέμους, χωρίς διακρίσεις, έμφυλους και φυλετικούς διαχωρισμούς, ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής; Και αν ναι, πως αντιλαμβάνονται τη διαλεκτική σχέση μεταξύ των αιτηματικών αγώνων στο σήμερα που μας χαρίζουν τόση αυτοπεποίθηση αλλά και τόση αφομοίωση και πώς μιας καθολικά απελευθερωτικής προοπτικής για την ανθρωπότητα;
Συγνώμη που θέσαμε τόσα ερωτήματα, κάποιοι ίσως να μη δηλώνουν καν αναρχικοί οπότε σε αυτούς οφείλουμε ένα διπλό συγνώμη, αλλά αυτά τα ερωτήματα τελικά ξεφεύγουν και από τον αυστηρά περιχαρακωμένο πολιτικό μας χώρο. Αφορούν το σύνολο της τάξης μας και την καθεμιά μας ξεχωριστά, αφορούν αγωνιστές και αγωνίστριες που ίσως να επιλέγουν να αυτοπροσδιορίζονται με έναν διαφορετικό πολιτικό προσδιορισμό, κάτι το οποίο εμάς δεν μας κολλάει καθόλου.
Αλλά όσο δεν απαντάμε αυτά τα ερωτήματα θα μένουμε μουδιασμένοι όταν προκηρύσσονται παρόμοιες “απεργίες” σε εισαγωγικά. Όπως συνέβη και με την εξωκοινοβουλευτική αριστερά, ακόμα και με το ΚΚΕ, άλλοι συμμετείχαν, άλλοι όχι. Άλλοι βρήκαν μια ευκαιρία να οργανώσουν την απεργία στο χώρο δουλειάς τους με δικό τους πλαίσιο -καλυπτόμενοι και νομικά από την πανελλαδική της ΓΣΕΕ- με εξαιρετικά αποτελέσματα όπως έγινε στα ναυπηγεία του Περάματος και άλλοι αδυνατούσαν να βρουν λόγο ακόμα και να κατέβουν στο δρόμο. Εμείς κατεβήκαμε τη μία μέρα με ένα μπλοκ 50 ανθρώπων και μαζί με ένα αντίστοιχου αριθμού μπλόκ αριστερών κάναμε πορεία, ενώ την άλλη μέρα στηρίξαμε τα σωματεία βάσης που κατευθύνθηκαν στο υπουργείο για να χαλάσει η γιορτή της ΓΣΕΕ.
Δε θεωρούμε ότι οποιαδήποτε αντιμετώπιση αυτής της νέας συνθήκης αποτελεί λόγο για περαιτέρω τριβή. Δεν είχαμε το χρόνο, δεν έχουμε το βάθος και τα εργαλεία για κάτι καλύτερο. Και ίσως να μην υπάρχει καλύτερος και πιο ειλικρινής τρόπος για να τελειώσουμε αυτή την εισήγηση:
Άμεσα, γιατί ο χαμένος καιρός για εμάς, είναι κερδισμένος χρόνος για τα αφεντικά, πρέπει να βρούμε τους τόπους και τους χρόνους είτε σε πρωτοβουλίες σαν κι αυτή των συντροφισσών και των συντρόφων της Υφανέτ -ακόμα και αν υπάρχουν μεταξύ μας κομβικές διαφωνίες- να εκθέσουμε τις πολιτικές μας αντιλήψεις, τα βιώματα της εκμετάλλευσης μας αλλά και τις στιγμές των αγώνων μας. Και σε πολιτική/ συντροφική βάση με το κατάλληλο ύφος και ήθος, να προσπαθήσουμε να δούμε, εφόσον κάτι τέτοιο αποτελεί έναν κοινό τόπο, το ποιοι θα είναι οι δρόμοι, ποια τα εργαλεία, ποιες οι φόρμουλες ανασύνταξης μίας μαχητικής, έμπρακτα διεθνιστικής, ταξικά συνειδητοποιημένης μερίδας του σύγχρονου προλεταριάτου που θα μπορέσει όχι μόνο να παράξει μία άλλη κουλτούρα ζωής και αγώνα από και για την τάξη, αλλά και μία άλλη προοπτική οργάνωσης των σχέσεων, της παραγωγής, του συνόλου της κοινωνικής ζωής.
Εισήγηση για τη θεματική "Πόλεμος, διακρατικοί ανταγωνισμοί και ο ρόλος του ΝΑΤΟ και η άρνηση στράτευσης"
Θα ξεκινήσουμε αναφέροντας κάποια γεγονότα που σύμφωνα με την γνώμη μας αναδεικνύουν το γιατί το ενδεχόμενο ενός πολέμου στην περιοχή με την άμεση ανάμειξη του ελληνικού κράτους δεν είναι απλά μια υπερβολική προσέγγιση της συγκυρίας.
Διακρατικοί ανταγωνισμοί
Εδώ και πάνω από μία δεκαετία πλέον λαμβάνει χώρα μια ακόμα παγκόσμια καπιταλιστική κρίση. Η προσπάθεια από πλευράς κρατών και κεφαλαίου να ξεπεραστεί με την μετακύλιση του βάρους στην βάση της ταξικής πυραμίδας δεν έχει αποδώσει την αναμενόμενη κερδοφορία. Παρά την απότομη υποτίμηση της εργατικής δύναμης και των όρων ζωής μας η καπιταλιστική κρίση δεν έχει ξεπεραστεί ενώ το ΔΝΤ έχει προειδοποιήσει για ξέσπασμα νέου επεισοδίου,την ώρα που το παγκόσμιο χρέος κυμαίνεται σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά του 2008. Και η ιστορία έχει δείξει πως οι στρατιωτικές αντιπαραθέσεις και οι πόλεμοι που συνδέονται με την διάνοιξη νέων αγορών και τομέων επενδύσεων ή την ανακατανομή του ελέγχου τους είναι από τις πιο πιθανές λύσεις για το ξεπέρασμα τέτοιων κρίσεων.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση λοιπόν είναι που παρατηρούμε την ραγδαία όξυνση των διακρατικών ανταγωνισμών σε παγκόσμιο επίπεδο. Εστιάζοντας λίγο παραπάνω στην ευρύτερη περιοχή μας, θα δούμε ένα σκηνικό συνεχών διακρατικών εντάσεων που έχει στηθεί τα τελευταία χρόνια, το οποίο έχει εκφραστεί ακόμα και με την μορφή του πολέμου στην περίπτωση της Συρίας. Το κύριο διακύβευμα για τους από τα πάνω είναι το ποιες δυνάμεις θα καταφέρουν να ελέγξουν και να αποκομίσουν το μεγαλύτερο κομμάτι των κερδών από τις πηγές και τους δρόμους μεταφοράς ενέργειας, αλλά σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης οι ανταγωνισμοί που αφορούν την αγορά οπλικών συστημάτων και άλλων τομέων του εμπορίου και της βιομηχανίας.
«Να κάνουμε την Ελλάδα ηγέτιδα δύναμη των Βαλκανίων»
Το ελληνικό κράτος και η αστική τάξη δεν θα μπορούσαν παρά να αδράξουν τις ευκαιρίες που προσφέρει αυτή η αναμπουμπούλα ώστε να αυξήσουν την κυριαρχία και κυρίως τα κέρδη τους. Άλλωστε όπως έχει δηλώσει, ανάμεσα σε πολλούς άλλους και ο πρωθυπουργός «μας», στόχος της ασυνήθιστα επιθετικής εξωτερικής (αλλά και εσωτερικής) πολιτικής των τελευταίων ετών είναι να γίνει η Ελλάδα η ηγέτιδα δύναμη των Βαλκανίων και μία από τις κυρίαρχες της ευρύτερης περιοχής.
Παρουσιάζοντας την Ελλάδα ως παράγοντα σταθερότητας στο τόξο αστάθειας των Βαλκανιών, Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής, εκμεταλλευόμενοι της στρατηγικής σημασίας θέση της χώρας, το έφορο έδαφος για επενδύσεις που προσφέρει το μαστιζόμενο από την ανεργία φτηνό και με περισταλμένα δικαιώματα εργατικό δυναμικό, αλλά και την δυσμένεια των σχέσεων ΝΑΤΟ-Τουρκίας, οι ντόπιοι κυρίαρχοι ακολουθούν σαν βασική στρατηγική για την επίτευξη του παραπάνω στόχου την εμβάθυνση των σχέσεων με μεγάλες δυνάμεις. Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ προσπαθούν να ισχυροποιήσουν την παρουσία τους στα Βαλκάνια και να χτίσουν ένα αρραγές φιλοδυτικό μέτωπο στην περιοχή που θα ανακόψει τα σχέδια της Ρωσίας (αλλά έμμεσα και της Κίνας) για αύξηση της επιρροής της σ’ αυτή.
Σε ότι αφορά το ενεργειακό, που είναι και το πιο φλέγον ζήτημα, η Ελλάδα έχει ταυτιστεί με την «δυτική» γραμμή που φιλοδοξεί να ανεξαρτητοποιήσει την διψασμένη ενεργειακά βιομηχανία της Δυτικής Ευρώπης από το -ρωσικών συμφερόντων- φυσικό αέριο. Η Ελλάδα που φιλοδοξεί να αποκομίσει όσο παραπάνω κέρδος γίνεται, αφού ακύρωσε την συμφωνία που είχε κλείσει με την Ρωσία το καλοκαίρι του ’15 για την κατασκευή αγωγού μεταφοράς αερίου, προχώρησε στην κατασκευή του TAP (που θα μεταφέρει αέριο αμερικανικών συμφερόντων) και πρωτοστατεί στις προσπάθειας υλοποίησης του EastMed (που θα μεταφέρει ισραηλινό αέριο). Το αμερικάνικο κεφάλαιο επενδύει στους σταθμούς υγροποιημένου φυσικού αερίου όπως στην Ρεβυθούσα και την Αλεξανδρούπολη, ενώ ανάμεσα στις εταιρίες που έχουν αναλάβει την έρευνα για την ανακάλυψη κοιτασμάτων στον χερσαίο και θαλάσσιο χώρο της Ελλάδας φιγουράρουν η αμερικάνικη πολυεθνική ExxonMobil και η γαλλική Total. Και φυσικά η εμβάθυνση αυτών των διακρατικών σχέσεων αφορούν και άλλους τομείς της οικονομίας (λιμάνια, υποδομές, επενδύσεις σε μία σειρά κλάδων).
Το περιεχόμενο των διακρατικών συνεργασιών της Ελλάδας όμως δεν σταματά στον τομέα της οικονομίας. Οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με Κύπρο-Ισραήλ-Αίγυπτο έχουν γίνει σύνηθες φαινόμενο, ενώ έχει ενταθεί και η συμμετοχή της χώρας σε αυτές του ΝΑΤΟ. Μάλιστα η θέση της στον οργανισμό έχει αναβαθμιστεί αρκετά έπειτα από την εγκατάσταση νέων και την ισχυροποίηση παλαιότερων βάσεων στο έδαφος της. Η Ελλάδα πλέον αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κέντρα, αν όχι το σημαντικότερο, για τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των αιματοβαμμένων επεμβάσεων του ΝΑΤΟ στις περιοχές των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής, της Βορείου Αφρικής.
Φυσικά ο στόχος της ανάδειξης της Ελλάδας ως κυρίαρχης δύναμης της περιοχής έχει να κάνει και με την ισχυροποίηση του ελληνικού κεφαλαίου και την ενδυνάμωση της διείσδυσης του στα Βαλκάνια. Το ελληνικό κεφάλαιο φυσικά έχει λάβει μεγάλη ώθηση τόσο από την υποτίμηση της εργατικής δύναμης και των όρων ζωής του προλεταριάτου της περιοχής που έχει συντελεστεί την τελευταία δεκαετία όσο και από τις διακρατικές συνεργασίες που αναφέρθηκαν και τα αποτελέσματα τους όπως η ένταξη της Βορείου Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ και προσεχώς στην ΕΕ. Όσον αφορά τον τομέα της ενέργειας ελληνικοί κολοσσοί όπως τα ΕΛ.ΠΕ. ή η Energean (η οποία μάλιστα πρόσφατα ανακάλυψε μεγάλο κοίτασμα αερίου στην ισραηλινή ΑΟΖ) αυξάνουν τα κέρδη τους αναλαμβάνοντας πολλές από τις έρευνες για τις πηγές υδρογονανθράκων στις ΑΟΖ της Ελλάδας, αλλά και αυτές άλλων συμμαχικών χωρών ενώ αναμένεται να λάβουν μερτικό και από την εκμετάλλευση αυτών των πηγών.
Κατασκευαστικές εταιρίες κερδοφορούν από την ανέγερση του TAP και άλλων μεγάλων έργων (όπως δημοσίων υποδομών) σε όλα τα Βαλκάνια. Και φυσικά οι επενδύσεις, που πατάν πάνω στην επικερδέστερη για τους αστούς μεταβολή των όρων εκμετάλλευσης ανθρώπου και φύσης, λαμβάνουν χώρα σε όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομίας τόσο της Ελλάδας όσο και των υπόλοιπων βαλκανικών χωρών.
Παράλληλα και καθόλου ξεκομμένα από όλα αυτά, μέσα στην παρούσα συγκυρία όξυνσης των διακρατικών ανταγωνισμών το ελληνικό κράτος και η ντόπια αστική τάξη προετοιμάζονται για πόλεμο και σε στρατιωτικό επίπεδο, όπως κάνει κάθε «παίχτης» που φιλοδοξεί να αναβαθμίσει την θέση του στους παγκόσμιους συσχετισμούς δύναμης. Και αυτό συμβαίνει αναβαθμίζοντας τόσο το έμψυχο και άψυχο δυναμικό του ελληνικού στρατού όσο και τις στρατιωτικές της συμμαχίες με άλλα κράτη. Άλλωστε αυτά τα δύο έχουν σχέση το ένα με το άλλο. Η συμμόρφωση της Ελλάδας με τις πιέσεις που ασκούν οι ΗΠΑ στα υπόλοιπα μέλη του ΝΑΤΟ για δαπάνες σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς άνω του 2% του ΑΕΠ τους και η σταθερή κατάκτηση της δεύτερης θέσης στην σχετική κατάταξη, οι ταυτόχρονες συζητήσεις για την δημιουργία ευρωστρατού όπως και η συμμετοχή της σε διακρατικές στρατιωτικές ασκήσεις είναι στρατηγικά επιλεγμένες κινήσεις και όχι επιβολές. Είναι το ελληνικό κράτος που μέσα από τις (ακόμα και ανισομερείς) συμμαχίες του που προετοιμάζει την πολεμική ετοιμότητά του για πάσα χρήση, εντός και εκτός συνόρων.
Ταυτόχρονα, οι κυρίαρχοι προσπαθούν να αναβαθμίσουν τον ρόλο του στρατού μέσα στην κοινωνική ζωή, αναδεικνύοντας τον ως μηχανισμό επίλυσης κοινωνικών ζητημάτων (αποκατάσταση υποδομών, αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, διαχείριση μεταναστών, λειτουργία ως απεργοσπαστικός μηχανισμός). Στην απόπειρα απαλλαγής του από την ρετσινιά των παρελθοντικών του εγκλημάτων (δικτατορίες, καταστολή εξεγέρσεων κλπ) έρχεται να προστεθεί και η κωμικοτραγική κατάσταση της παρουσίασης του ως εκθέματος (π.χ. στην τελευταία ΔΕΘ), η οποία προφανώς στοχεύει και στην εξοικείωση της κοινωνίας με αυτό τον μηχανισμό θανάτου. Ένας πολύ σημαντικός σταθμός του εντεινόμενου μιλιταρισμού είναι ο διορισμός ενός εν ενεργεία στρατιωτικού στην θέση υπουργού εθνικής άμυνας. Σημαντικές κινήσεις φυσικά γίνονται και για να μειωθεί ο μεγάλος αριθμός ανυπότακτων. Στην προσπάθεια να προσελκύσουν όλο και παραπάνω νέους που θέλουν να γλιτώσουν έναν χαμένο χρόνο από την ζωή τους, η άμισθη εργασία που θα προσφέρουν κατά την διάρκεια της θητείας τους θα προσμετράται ως προϋπηρεσία.
Κάτι άλλο που παρατηρείται την τελευταία δεκαετία είναι και η έντονη προσφυγή στις εθνικές ρητορικές με διαφορετικές εκκινήσεις και αποχρώσεις από όλο το φάσμα του αστικού πολιτικού κόσμου, ώστε το ιδεολόγημα του έθνους να μπορέσει να διαχυθεί ακόμα περισσότερο σε όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του κοινωνικού φάσματος.
Για χάρη της πατρίδας λοιπόν, η εργατική τάξη πρέπει να συστρατευθεί με αυτούς που την ξεζουμίζουν και να υπομένει αδιαμαρτύρητα την υποτίμηση των όρων ζωής της για να μην χάσουν οι αστοί τα κέρδη τους. Φυσικά αυτές οι ρητορικές έχουν και μια ακόμα πολύ βασική χρήση στην σημερινή συνθήκη. Την απόκρυψη των πραγματικών αιτιών των αυξανόμενων διακρατικών ανταγωνισμών και έτσι την εξασφάλιση της κοινωνικής αποδοχής του ξοδέματος τεράστιων ποσών στον στρατό την ώρα που πολλοί αδυνατούν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες, την συμμετοχή της χώρας στις επεμβάσεις σε κοντινές περιοχές που σπέρνουν τον θάνατο και τον ξεριζωμό, ακόμα και το ενδεχόμενο ενός πολέμου όπου θα βρεθούμε άμεσα εμπλεκόμενοι.
Εν συντομία να αναφέρουμε πως οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων (όπως του ΝΑΤΟ και της ΕΕ που συμμετέχει και η Ελλάδα), γενικότερα οι ενδοαστικοί ανταγωνισμοί, αλλά και οι εθνικιστικοί και θρησκευτικοί φονταμενταλισμοί έχουν αναγκάσει τεράστιο αριθμό ανθρώπων από όσους τελικά δεν δολοφονήθηκαν, να εγκαταλείψουν τις περιοχές που ζούσαν. Όσοι από αυτούς καταφέρνουν να φτάσουν στον «δυτικό» κόσμο γίνονται αντικείμενα μιας διεστραμμένης αλλά και αναμενόμενης διαχείρισης (που επιφέρει ακόμα μεγαλύτερα οικονομικά και όχι μόνο οφέλη για τους κυρίαρχους) από τους ίδιους μηχανισμούς που προκάλεσαν τον ξεριζωμό τους. Οι ζωές τους εξαρτώνται από την ανάγκη απορρόφησης φτηνού εργατικού δυναμικού από τις δυτικές αγορές. Ταυτόχρονα, περιθωριοποιούνται και στοχοποιούνται όχι μόνο για να συνεχίσουν να αποτελούν φτηνό εργατικό δυναμικό όταν ξαναπαρουσιαστεί η ανάγκη. Και όχι τυχαία φυσικά, ένας από τους θεσμούς που έχει εξέχουσα θέση στην διαχείριση του μεταναστευτικού είναι ο στρατός, τόσο ο ελληνικός όσο και αυτός του ΝΑΤΟ. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τις ασκήσεις του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο με σκοπό το μπλοκάρισμα της εισόδου μεταναστών στην Ευρώπη, τους πνιγμένους που προκαλεί η τρομοκρατία των στρατιωτικών πλοίων που περιπολούν το πέλαγος και την «φύλαξη» που προσφέρει στις μετανάστριες ο ελληνικός στρατός στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Συμπεράσματα
Αυτή λοιπόν ήταν μια όσο το δυνατόν πιο σύντομη αναφορά της πραγματικότητας της περιοχής που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς και που θεωρήσαμε απαραίτητη να κάνουμε για να εξηγήσει τα συμπεράσματα που αντλούμε, στα οποία θα αναφερθούμε τώρα.
Αυτά που είπαμε ως τώρα, θεωρούμε πως καταδεικνύουν τις αυξημένες πιθανότητες του ξεσπάσματος ενός πολεμικού επεισοδίου με την ανάμειξη της Ελλάδας ακόμα πιο κοντά μας από το παράδειγμα της Συρίας. Άλλωστε και τα ίδια τα ΜΜΕ έχουν φροντίσει για την εμπέδωση του ενδεχομένου ενός πολέμου στην περιοχή μας ως υπαρκτή πραγματικότητα μέσα από τα συνεχή ρεπορτάζ με εικόνες πολεμικών πλοίων, μαχητικών αεροπλάνων, χάρτες με αλλαγές συνόρων και κινήσεις στρατιωτικών δυνάμεων.
Με τα υπάρχοντα δεδομένα στον ελλαδικό χώρο, αυτά της άμπωτης των κοινωνικών/ταξικών αντιστάσεων, αλλά και της κατακερματισμένης εργατικής τάξης που αγκομαχά να επιβιώσει μετά την επίθεση κεφαλαίου και κράτους σε «καιρό ειρήνης» , θεωρούμε πως ένα τέτοιο σενάριο θα ήταν καταστρεπτικό για το προλεταριάτο της περιοχής. Άλλωστε εδώ μέσα δεν χρειάζεται να αναλύσουμε το ποιοι και το γιατί θα συρθούν να χύσουν το αίμα τους στα πεδία των μαχών και για το ποιοι θα βιώσουν τις συνέπειες αυτής της κατάστασης. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που δεν εκδηλωθεί ένας πόλεμος, όλες αυτές οι κινήσεις των από τα πάνω και οι υπό διαμόρφωση κοινωνικές διαδικασίες που κάνουν πιθανό αυτό το σενάριο δρουν από μόνες τους πολύ επιβαρυντικά τόσο για τις ζωές των εκμεταλλευόμενων όσο και για τους αγώνες μας.
Έτσι, θεωρούμε (και προσπαθούμε να κινηθούμε με την δράση μας προς μια τέτοια κατεύθυνση) ότι το πολυεθνικό προλεταριάτο της περιοχής, αλλά και οι καταπιεσμένοι γενικότερα, πρέπει να βάλουμε ψηλά στην ατζέντα μας, το στοίχημα της ανακοπής στο τώρα ενός πολέμου που μπορεί να εκδηλωθεί εδώ στο κοντινό μέλλον αλλά και της παύσης αυτών που ήδη μαστίζουν τους ανθρώπους της τάξης μας σε άλλα μέρη του πλανήτη. Της σύνδεσης αυτού του αγώνα με αντίστοιχους σε άλλες περιοχές του κόσμου. Του μπλοκαρίσματος της πολεμικής προετοιμασίας του ελληνικού αλλά και κάθε κράτους (και αντίστοιχα των αστικών τάξεων) όπως και την επέκταση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης που ασκούν πάνω στο προλεταριάτο και σε καιρούς «ειρήνης».
Άλλωστε η καπιταλιστική λειτουργία αποτελεί ούτως ή άλλος έναν χαμηλής έντασης πόλεμο που για την τάξη μας σημαίνει μόνο θάνατο, φτώχεια, εξαθλίωση, διακρίσεις, ρατσισμό, σεξισμό, λεηλασία της φύσης και εκμετάλλευση.
Θεωρούμε απαραίτητη την ανάλυση και την κατανόηση των σχέσεων κυριαρχίας, συνεργασίας και σύγκρουσης που συντελούνται μεταξύ των κρατών και των διαφορετικών μερίδων του κεφαλαίου. Γιατί παίζουν και αυτά μεγάλο ρόλο στην διαμόρφωση του τρόπου που ασκείται σήμερα η εκμετάλλευση και η καταπίεση από αυτούς πάνω στο προλεταριάτο. Γιατί παρόλο που για κάποιους μπορεί να φαντάζουν μακρινά και αποπροσανατολιστικά, στην πραγματικότητα προκαλούν αλλά και τροφοδοτούνται από τις καταστάσεις που βιώνουμε στην καθημερινότητα μας, από τις συνθήκες των ζωών και τους αγώνες μας. Γιατί μπορούν να λειτουργήσουν ως ακόμη ένα εργαλείο ανάλυσης σημαντικών γεγονότων και κοινωνικών διαδικασιών όπως το Μακεδονικό, το μεταναστευτικό, η άνοδος του ρατσισμού, του εθνικισμού, του μιλιταρισμού προσφέροντας μας μάλιστα μια δίοδο ξεπεράσματος ενός στείρου αντιφασισμού ή ενός αντιδραστικού ανθελληνισμού και τα δύο μάλιστα χωρίς ταξικό πρόσημο.
Και επειδή ζούμε και αγωνιζόμαστε στην συγκεκριμένη περιοχή του πλανήτη είναι επόμενο να αναφερόμαστε και να αντιπαραθετόμαστε πρώτα με την πολεμική προετοιμασία που συντελείται στην Ελλάδα αλλά και γενικότερα με το ελληνικό κράτος και αστική τάξη, χωρίς να σημαίνει ότι δεν ισχύει το ίδιο και για όλα τα κράτη και για το κεφάλαιο σαν σύνολο. Κάτι αντίστοιχο λοιπόν συμβαίνει και με τους διακρατικούς οργανισμούς και συμμαχίες. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν βλέπουμε ως εχθρικά για τους από τα κάτω όλα τα υπόλοιπα πρώτα θα μιλήσουμε για αυτά που συμμετέχει η Ελλάδα, δηλαδή για το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, την συμμαχία με Αίγυπτο, Κύπρο, Ισραήλ. Και αυτό το κάνουμε μέσα από μια ταξική, διεθνιστική, αναρχική σκοπιά, αντιτιθέμενοι σε λογικές «πατριωτικών μετώπων» και «διαταξικών συνεργασιών». Άλλωστε οι σχέσεις αυτές, ο τρόπος που συντελούνται και τα παράγωγα τους, δεν σημαίνουν ότι η Ελλάδα είναι μια υποτελής ψωροκώσταινα που εκτελεί τυφλά τις βλαπτικές για αυτήν εντολές των ανωτέρων της, αλλά το ότι η αστική τάξη και οι κρατικοί αξιωματούχοι της χώρας αναπτύσσουν μία διαλεκτική σχέση με τις υπόλοιπες δυνάμεις που έχουν συμφέροντα στην περιοχή, με κάποιες να είναι οι εγγυήτριες δυνάμεις της δικής της κυριαρχίας -με το αζημίωτο βέβαια- και με άλλες να προσπαθούν να δουν στην Ελλάδα το εχέγγυο για τη δική τους ανάπτυξη.
Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν πιστεύουμε ότι οφείλουμε να καταδείξουμε το πώς η ανάπτυξη που ευαγγελίζονται και η επικράτηση της Ελλάδας πάνω στην Τουρκία όσον αφορά τα ενεργειακά και τις ΑΟΖ όχι μόνο θα πατήσει πάνω στην όξυνση της εκμετάλλευσης ανθρώπων και φύσης που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια αλλά θα την εντείνει και δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά περισσότερα κέρδη μόνο για τα αφεντικά. Το πώς το να αποτελέσει η Ελλάδα παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή σημαίνει πάταξη του εσωτερικού εχθρού (αγωνιζόμενες, μετανάστες, κ.α.) και ομαλή λειτουργία της καπιταλιστικής παραγωγής με κερδοφόρους όρους για τα αφεντικά και άρα δυσμενείς για τους εργάτες, απαλλαγμένης από τους τόσο ενοχλητικούς για το κεφάλαιο, αλλά απαραίτητους για εμάς, ταξικούς αγώνες.
Το πώς αυτοί που διαχειρίζονται τώρα τους μετανάστες είναι αυτοί που προκάλεσαν τον ξεριζωμό τους. Το πώς η ενίσχυση του ελληνικού στρατού και η εγκατάσταση όλο και περισσότερων ΝΑΤΟικών δυνάμεων στην περιοχή στοχεύει όχι μόνο στο αιματοκύλισμα των ταξικών μας αδερφών που ζουν στην Τουρκία ή όποιο άλλο κράτος θεωρηθεί «εξωτερικός εχθρός» αλλά και την διασπορά της τρομοκρατίας σε όποιον θεωρηθεί «εσωτερικός εχθρός» και την ετοιμότητα του να τον καταστείλει σε περίπτωση που αμφισβητήσει έμπρακτα την κυριαρχία των ισχυρών. Το πώς οι δαπάνες για τα «εξοπλιστικά» σημαίνουν την στέρηση πόρων για την εκπλήρωση των βασικών μας αναγκών. Το ότι τα εθνικά ιδεώδη που στοχεύουν στην ταύτιση των συμφερόντων μας με τους εκμεταλλευτές μας σε καιρούς «ειρήνης» μας προετοιμάζουν ταυτόχρονα να πάμε να αλληλοεξοντωθούμε με τα ταξικά μας αδέρφια σε καιρούς πολέμου.
Μέσα από την ανάλυση λοιπόν των διακρατικών ανταγωνισμών και του ρόλου του ελληνικού κράτους μέσα σε όλα αυτά μπορούμε να απογυμνώσουμε αυτές τις εντάσεις και τους πολέμους από τις μεταφυσικές εθνικές και θρησκευτικές ντόπες. Καταδεικνύοντας τους πραγματικούς λόγους πίσω από αυτά που είναι η αύξηση της κερδοφορίας και της επιρροής των αστών και των εξουσιαστών, οι οποίοι θα είναι και οι μόνοι κερδισμένοι είτε ανήκουν στην πλευρά των νικητών είτε των ηττημένων.
Επιστρέφοντας στο στοίχημα που είπαμε πριν πρέπει να τονίσουμε ότι δεν μπαίνει και δεν θα μπορούσε να μπει ξεκομμένα από τις άλλες αιχμές του αγώνα. Ούτως ή άλλως, το δυνάμωμα ενός τέτοιου αγώνα έχει άμεση συνάρτηση με την όξυνση των ταξικών και κοινωνικών αγώνων. Άλλωστε, λόγω και των συνδέσεων που αναφέραμε πριν αλλά και λόγω του ότι ο πόλεμος αναδεικνύει σε ακραίο βαθμό την προϋπάρχουσα εκμετάλλευση και την καταπίεση της καπιταλιστικής ειρήνης, θεωρούμε ότι ένα αντιπολεμικό πρόταγμα θα μπορούσε να συνδέσει και να αλληλοτροφοδοτηθεί από τους -λίγους δυστυχώς- υπάρχοντες αγώνες. Αυτούς που διεκδικούν καλύτερους όρους εργασίας, ελεύθερη πρόσβαση στην υγεία και την παιδεία, αυτούς που αντιστέκονται στην λεηλασία της φύσης, αυτούς που αφορούν τους αόρατους που ζουν χωρίς χαρτιά κτλ.
Κλείνοντας και σε σχέση με αυτό έχουμε να αναφέρουμε δύο συγκεκριμένα παραδείγματα:
Αρχικά αξίζει μία αναφορά στην επιλογή της ολικής άρνησης στράτευσης που αποτελεί αιχμή και πολύ καλή αφορμή για την κουβέντα που πιστεύουμε ότι τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο πιο έντονα μέσα στο κίνημα. Ξεκινώντας λοιπόν από την επιλογή αυτή, είναι στο χέρι μας να τη δούμε μόνο σαν αιχμή και να αρχίσουμε να ξετυλίγουμε το κουβάρι του μιλιταρισμού, μία θεματική αλλά και μία κρατική και καπιταλιστική διαδικασία που δεν πρέπει να περνάει στο ντούκου.
Τα τελευταία χρόνια λοιπόν, δυστυχώς λόγω των δυσανάλογων διώξεων συντρόφων που επέλεξαν να μην υπηρετήσουν στον εθνικό στρατό, πιστεύουμε, πως παρά τα πιθανά λάθη ή τις ελείψεις μας, έχουμε καταφέρει να ανοίξουμε μία νέα συζήτηση μέσα στο κίνημα και σε μικρότερο βαθμό μέσα στην κοινωνία.
Μπορέσαμε να παντρέψουμε μία ξεκάθαρα αντιπατριωτική επιλογή που ακολουθεί μία διαχρονική αντιεθνική θέση με μία συνολική αντιπολεμική προοπτική που μπορεί να μιλήσει και για τον ιμπεριαλισμό, τους διακρατικούς ανταγωνισμούς και όλα όσα οι κυρίαρχοι μας θεωρούν ανάξιους για να προσεγγίσουμε και να ερμηνεύσουμε.
Μπορέσαμε να εκφράσουμε, μπροστά στους στρατοδίκες, μέσα στους χώρους δουλειάς μας, μέσα στις σχολές και στα σχολεία μας, μέσα στα σωματεία που κινούμαστε και μας στήριξαν -χωρίς να ταυτίζονται με αυτή την επιλογή-, την άρνηση μας να υποταχθούμε σε έναν θεσμό βαρβαρότητας και θανάτου που αναπαράγει για τους στρατεύσιμους μόνο την υποταγή, τον εθνικισμό, το ρατσισμό και την πατριαρχία. Να διαβάσουμε ένα-ένα όλα τα εγκλήματα του ελληνικού στρατού, να ανακαλύψουμε τα σημεία της ιστορίας που βάφτηκαν με αίμα εργατών, αγροτών και φοιτητών μετά από επεμβάσεις του στρατού και να τα υπενθυμίσουμε στην τάξη μας που πριν από όλα πρέπει να αντισταθεί στην επιβαλλόμενη λήθη. Καταφέραμε να ανοίξουμε ρωγμές στην κανονικότητα που ήθελε όλα τα αγοράκια να πηγαίνουν χαρούμενα στο στρατό για να γίνουν άντρες, αφήνοντας πίσω της αυτοκτονημένους ή ψυχικά διαλυμένους ανθρώπους. Προσπαθούμε δε, να αντιλαμβανόμαστε συνεχώς πέρα από τις πολιτικές αδυναμίες μας, ακόμα και τα όρια της συγκεκριμένης επιλογής, η οποία αλίμονο αν συνεχίσει να παίρνεται από τόσο λίγους συντρόφους και να μη στηρίζεται από συντρόφισσες επειδή ίσως δεν της αφορά άμεσα (αν και ο Καμμένος άλλα προετοίμαζε…) αλλά και αλίμονο αν αποτελεί κριτήριο αγωνιστικότητας για όσους δεν την παίρνουν. Σύντροφοι μας παίρνουν Ι5, μια επιλογή που συμβαίνει μαζικά από δεκάδες χιλιάδες νέους προλετάριους και μη και δουλειά μας είναι να αντιληφθούμε τους λόγους που ίσως οι ίδιοι οι αρνητές στράτευσης και το (ανύπαρκτο) αντιμιλιταριστικό κίνημα δεν τους έδωσε μία άλλη προοπτική για να νοιώσουν ότι μπορούν να συμβάλουν με τις επιλογές τους. Άλλοι για οποιοδήποτε λόγο πίεσης μπορεί και να πήγαν στο στρατό και να προσπάθησαν να αγωνιστούν από μέσα και όλα αυτά δεν είναι λόγοι για να διαρρηχτούν πολιτικές σχέσεις. Όλα αυτά όμως ξεκαθαρίζουν και ένα ακόμη καθήκον, όσο κι αν ξενίζει η λέξη, για εμάς: Να προσπαθήσουμε να μεγαλώσουμε και να βαθύνουμε την κουβέντα για το μιλιταρισμό, για το πόσο ουσιαστική θα είναι η μαζικοποίηση της επιλογής αυτής ειδικά στην τρέχουσα συγκυρία, για το τί θα κάνουμε ως κίνημα όταν αρχίσουν να μοιράζονται χαρτιά επιστράτευσης στις γειτονιές μας. Και εδώ μία ορθόδοξη και μονοσήμαντη ιδεολογική αντεθνική απάντηση που δεν προσεγγίζει κανέναν άλλον παράγοντα, για εμάς, είναι καταδικασμένη να μείνει απομονωμένη μέσα σε μειοψηφικούς κύκλους, τη στιγμή μάλιστα που δεκάδες χιλιάδες θα γίνονται λιποτάκτες χωρίς να υπάρχει πολιτικό υπόβαθρο.
Τέλος αξίζει να αναφέρουμε πως μέσα από την καμπάνια που έτρεξε τον Μάρτη και τον Απρίλη σε πολλές πόλεις της Ελλάδας για τα 70 χρόνια του ΝΑΤΟ, μέσα από την όλο και πιο ολοκληρωμένη και πυκνή αντιμιλιταριστική πάλη, μέσα από την αλληλεγγύη στους ολικούς αρνητές στράτευσης, μέσα από το μπόλιασμα του ενός αγώνα που έχουμε παρουσία με αιχμές και στοιχεία του άλλου, πιστεύουμε πως έχουμε καταφέρει -όχι ίσως αυτά που θα έπρεπε αλλά- σημαντικά βήματα που απλώνουν και ζυμώνουν κοινωνικά ένα σύγχρονο αντιπολεμικό πρόταγμα.
Ένα πρόταγμα που μιλάει για τα δεινά του πολέμου τονίζοντας πως αυτός μπορεί σταματήσει μόνο με την νικηφόρα έκβαση του ταξικού πολέμου για το προλεταριάτο, ένα πρόταγμα ενάντια στην εθνική ενότητα και τους εθνικισμούς που μπορεί ταυτόχρονα να αντιλαμβάνεται και να προσεγγίζει την περιπλοκότητα των κοινωνικών και πόσο μάλλον των διακρατικών και ενδοιμπεριαλιστικών εντάσεων, μακριά από ιδεολογικές καθαρότητες και ακαδημαϊκού τύπου συζητήσεις που οδηγούν στην αδράνεια και την απουσία από την πραγματική ζωή, από την πραγματική προλεταριακή ζωή και τις αντιφάσεις της που μπορεί κανείς να συναντήσει στις ουρές του ΟΑΕΔ, στους χώρους δουλειάς, στις συνελεύσεις των σωματείων, στις κακοφτιαγμένες γειτονιές, μέσα στα πιτωμένα λεωφορεία και νοσοκομεία, αλλά και στα σχολεία, τα ΚΕΠ ή τα γραφεία της στρατολογίας που η νεολαία προσπαθεί να δει τι θα κάνει για να αποφύγει το στρατό, δυστυχώς και, επιτρέψτε μας, ΑΚΟΜΑ, κατά μόνας.
Διαβάζουμε λοιπόν τα σημάδια των καιρών, και δρούμε ακόμα και αν λαθεύουμε στις εκτιμήσεις: Μένουμε προσηλωμένοι στη δουλειά βάσης όπου μπορούμε να έχουμε αποτελέσματα, χωρίς να χάνουμε από τα μάτια μας τις εξελίξεις στη μεγάλη σκακιέρα των κρατών που μας επηρεάζει άμεσα. Χρησιμοποιούμε κριτικά τα εργαλεία ανάλυσης τόσο ενάντια στο έθνος-κράτος όσο και ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Επανεκιννούμε τον αντιμιλιταρισμό, όπως είπαν πρόσφατα και σύντροφοι και συντρόφισσες από την Ιταλία και τον (ξανά)κάνουμε μία ακόμη πτυχή της προλεταριακής ανασυγκρότησης και αντεπίθεσης.