ΕΝΑΝΤΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
να αυτοοργανώσουμε και να συλλογικοποιήσουμε τις ανάγκες και τους αγώνες μας
Το δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη, από τη στιγμή της αναγγελίας του μέχρι και τη διεξαγωγή του, επιχείρησε να συμπυκνώσει τον ιστορικό, κοινωνικό και οικονομικό-πολιτικό χρόνο της προηγούμενης περιόδου. Τα έξι και πλέον χρόνια της συστημικής κρίσης και της επιθετικής κίνησης του κεφαλαίου που αυτή συνεπάγεται, η υπογραφή του 1ου και του 2ου μνημονίου, η αυξανόμενη ανέχεια και η υποτίμηση της ζωής, ο κύκλος αγώνων που δημιουργήθηκε, το ξέσπασμα μαζικών και συγκρουσιακών διαδηλώσεων και απεργιών, τα σαμποτάζ και οι δυναμικές ενέργειες, οι συνελεύσεις γειτονιών και οι δομές αλληλοβοήθειας, αλλά και η σταδιακή ύφεση των αγώνων από το ’12 και μετά, ο ολοκληρωτισμός της διαχείρισης της Ν.Δ., η άνοδος του νεοναζιστικού μορφώματος της χρυσής αυγής, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης και η εξόντωση των περισσευούμενων, είναι κάποια από τα στοιχεία που χαρακτήρισαν την περιόδο μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Μέσα από αυτό το περιβάλλον και εκμεταλλευόμενος το κενό που άφησε η κινηματική υποχώρηση, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να κεφαλαιοποιήσει τους επιμέρους αγώνες και να ενισχύσει τη δυναμική του.
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝ.ΕΛ. με σημαία την αριστερο-δεξιά αντιμνημονιακή πολιτική, μετά από 5 μήνες “σκληρών” διαπραγματεύσεων που πέσαν στο κενό, ανήγγειλε το δημοψήφισμα, καλώντας τον “ελληνικό λαό” να απαντήσει με ένα “ναι” ή με ένα “όχι” στο αν δέχεται την τελευταία πρόταση των θεσμών.
Χωρίς να σταθούμε την παρούσα χρονική στιγμή στην ερμηνεία της επιλογής του δημοψηφίσματος από την πλευρά της κυβέρνησης, θέλουμε να είμαστε ξεκάθαροι σε σχέση με αυτό. Το δημοψήφισμα ήρθε ως ερώτηση από τα πάνω και ως τέτοιο δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να δώσει απάντηση και λύσεις για τους καταπιεσμένους.
Την εβδομάδα πριν το δημοψίφησμα, είδαμε να συσπειρώνονται γύρω από το “ναι” το πιο συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας, η συντριπτική πλειοψηφία των αφεντικών και των προνομιούχων, των νεοφιλελεύθερων λακέδων και της αστικής τάξης, των εφοπλιστών και των καναλαρχών, των τηλεκανίβαλων, τα ΜΜΕ, η ΓΣΕΕ, το ΣΕΒ, οι δήμαρχοι, όλοι αυτοί που συνιστούν εκείνο το μπλοκ που εδώ και χρόνια βρίσκεται στη πρώτη γραμμή για τη διαιώνιση του εκμεταλλευτικού συστήματος ακολουθούμενοι από τους εθελόδουλους και τους φοβισμένους από την τρομοκρατία των Μ.Μ.Ε.
Παράλληλα το ‘στρατόπεδο’ του “όχι” συμπύκνωσε νοήματα τόσο ετερόκλητα όσο και αντιθετικά μεταξύ τους, από αυτά που θέλουν την χώρα να παραμείνει πάση θυσία στην Ευρωπαϊκή ένωση μέχρι αυτά που επιδιώκουν τη ρήξη με αυτήν, από τα ταξικά “όχι” και τα πιο ριζοσπαστικά “όχι”, μέχρι τα “όχι” με πατριωτικό και εθνικιστικό πρόσημο που δεν απορρίπτουν κανένα στοιχείο από τη λογική της ανάθεσης και προτιμούν απλά τους “ντόπιους” από τους “ξένους” διαχειριστές. Σ’ αυτό το σύνολο αναγνωρίζουμε τόσο ορισμένα κομμάτια με τα οποία έχουμε κοινά σημεία, όσο και κάποια άλλα απέναντι στα οποία τασσόμαστε ξεκάθαρα εχθρικά (χρυσή αυγή).
Απευθυνόμενοι λοιπόν σε αυτούς που ψήφισαν “όχι” νοηματοδοτώντας το σαν μια πράξη αντίστασης, λέμε πως για κάθε ερώτημα που έρχεται από τα πάνω, η διαχείριση της όποιας απάντησης είναι προδιαμορφωμένη από αυτόν που το επέβαλλε. Η χρήση του “όχι” από την κυβέρνηση οφείλει να γίνει μάθημα σε όλους/ ες μιας και επιβεβαιώνει το αδιέξοδο και την ήττα που επιφυλάσσει η ανάθεση για όσους/ες στηρίζουν σε αυτή τις ζωές και τους αγώνες τους.
Πιστεύοντας πως η ελπίδα και η δύναμη των καταπιεσμένων βρίσκεται στα δικά μας χέρια, οφείλουμε να σταθούμε με όρους έμπρακτης αλληλεγγύης μεταξύ μας. Η κάλυψη των βασικών μας αναγκών (στο επίπεδο της σίτισης, της στέγασης και της υγείας) είναι επιτακτικό να επιτευχθεί αυτοοργανωμένα, με γνώμονα την από κοινού διαχείριση τους. Έτσι, μια συλλογική κουζίνα για παράδειγμα σπάει λογικές εξατομίκευσης από τη μία, αλλά και λογικές φιλανθρωπίας, που θέλουν κάποιους να φαίνονται ως σωτήρες, και άλλους ως θύματα.
Τα συσσίτια της εκκλησίας αλλά και της χρυσής αυγής (παράλληλα με τις «δομές υγείας μόνο για έλληνες»), η φιλανθρωπία και η ελεημοσύνη, πέρα από μεγάλες μπίζνες ξεπλύματος συνειδήσεων και χρήματος, όχι απλά συντηρούν, αλλά ενισχύουν τις διακρίσεις που ενυπάρχουν στην καπιταλιστική κοινωνία, καλλιεργούν μια νοοτροπία εξάρτησης του ανθρώπου που έχει ανάγκη, από κάποιον «καλό και παντοδύναμο» προστάτη, ο οποίος όμως στην ουσία είναι συνυπεύθυνος για την εξαθλίωση των ζωών μας. Από την πλευρά μας, οφείλουμε να συλλογικοποιήσουμε την κάλυψη των αναγκών και των επιθυμιών μας και πέρα από μεμονωμένες λύσεις, μέσω πχ της απαλλοτρίωσης (της κλοπής προϊόντων από τα super market), της κατάληψης στέγης ή το χτίσιμο δομών περίθαλψης, να βρούμε σε αυτά κοινούς τόπους με τους ανθρώπους που έχουμε κοινές ανάγκες, ώστε να μοιραστούμε τόσο τα προβλήματά μας, όσο και τις λύσεις τους, αλλά και να συγκροτηθούμε εχθρικά απέναντι στο σύστημα της εκμετάλλευσης.
Οφείλουμε να περάσουμε στην αντεπίθεση για να ανακτήσουμε «κεκτημένα» που χάθηκαν, να υπερασπιστούμε τα ήδη υπάρχοντα αλλά και να θέσουμε επιθετικές στοχεύσεις, που θα αναβαθμίζουν το βιοτικό μας επίπεδο σε πείσμα όσων ζητούν τη δική μας θυσία για να σωθούν οι “τράπεζες” , “το έθνος”, “οι αγορές”. Κι αυτό μπορεί να συμβεί, αν οργανώσουμε την άμυνά μας απέναντι στην κρατική καταστολή, απέναντι σε στρατό, αστυνομία και παρακρατικούς σχηματισμούς, αν αντιληφθούμε πως πέρα από το επίπεδο της κεντρικής πολιτικής σκηνής, η επιβολή του κεφαλαίου γίνεται πιο άμεσα αντιληπτή στους χώρους που αυτό επιβάλλεται και αναπαράγεται, εκεί που τα χαμένα εργασιακά κεκτημένα, οι ιδιωτικοποιήσεις (στον αντίποδα των οποίων προφανώς και δεν προωθούμε τις κρατικοποιήσεις), η καταστροφή της φύσης έχουν άμεσο αντίκτυπο στις ζωές των καταπιεσμένων.
Να εμπεδώσουμε στις συνειδήσεις μας το πόσο σημαντικές είναι για την ψυχολογία μας οι επιμέρους νίκες, και το πόσο απαραίτητη είναι για να έρθουν αυτές οι επιμέρους νίκες, η ενότητα των διαφορετικών αγώνων.
Ανεξάρτητα με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αλλά και με το σενάριο που πρόκειται να επικρατήσει τις επόμενες μέρες, αυτό που θα παραμένει επίκαιρο υπό κάθε συνθήκη, είναι πως οι μόνοι χαμένοι θα είμαστε όλοι αυτοί που δεχόμαστε την καταπίεση εν γένει. Τα ντόπια και ξένα αφεντικά δεν πρόκειται να διαπραγματευτούν ούτε τις περιουσίες τους, ούτε τη δυνατότητα συνέχισης στην αποκόμιση κερδών και την κυριαρχία τους. Θα προσπαθήσουν με κάθε κόστος να διαφυλάξουν την ακεραιότητά τους, κι αυτό προϋποθέτει, ασχέτως της μορφής που θα αποκτήσει η όποια οικονομική ή δημοσιονομική πολιτική (από την πιο εξοντωτική έως την πιο αναπτυξιακή) τη διαιώνιση της επιβολής τους σε εργαζόμενους, άνεργους, μετανάστες, μαθητές κτλ.
Απέναντι στο κράτος και το κεφάλαιο που βρίσκονται σε διαρκή ετοιμότητα για να καθυποτάξουν τις φωνές αντίστασης και να επιβληθούν σε κάθε πτυχή της ζωής μας, αποτελεί αναγκαιότητα το να θέσουμε την επαναστατική προοπτική στους αγώνες μας. Οφείλουμε, λοιπόν, να οργανώσουμε τις κινήσεις μας πάνω στη βάση της σύγκρουσης με κάθε μορφή εξουσίας, με το φασισμό, το σεξισμό, τις λογικές της ανάθεσης και της εξατομίκευσης στοχεύοντας στην οριστική κατάλυσή τους.
Στοχεύοντας, στη δόμηση της αναρχικής και αταξικής οργάνωσης των ανθρώπων, χωρίς εκμετάλλευση, καταπίεση, εξουσία, που θα καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία και τον ανταγωνισμό μεταξύ των υποκειμένων. Που θα βασίζεται στην αλληλεγγύη, στην αυτοοργάνωση, στην ελευθερία ως επιλογή του καθενός ξεχωριστά και όλων μαζί να καθορίσουμε τις ζωές μας, να καλύψουμε τις ανάγκες μας και να υλοποιήσουμε τις επιθυμίες μας.
Οι αγώνες που δε ξεκίνησαν ακόμα, οφείλουν να εμπεριέχουν, το στρατηγικό προσανατολισμό της βίαιης επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού και του κράτους.
ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΕΝΑ: ΥΠΟΤΑΓΗ Ή ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Συγκέντρωση: Κυριακή 12/7, 7μμ στο πάρκο του Ντορέ,
Απέναντι απο τον Λευκό Πύργο