Θέσεις για την νέα κοινωνική, οικονομική, πολιτική συνθήκη

Κοινωνική, οικονομική, πολιτική συνθήκη

Η ημέρα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου αποτύπωσε, μέσα από τα υψηλά εκλογικά αποτελέσματα του ΣΥΡΙΖΑ, τον κοινωνικό αναβρασμό που βιώνει η χώρα τα τελευταία χρόνια. Η εκλογική αυτή αλλαγή δεν έδειξε την «αριστερή» στροφή των ψηφοφόρων, αλλά την δυσαρέσκεια στις ασφυκτικές πιέσεις της δεξιάς κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Η πλήρης συμπόρευση με τις δεσμεύσεις απέναντι στην Ε.Ε., πέρα από υπογραφές μνημονίων αποτέλεσε την αφορμή για την οικονομική κατάρρευση τόσων ανθρώπων και τις αυτοκτονίες πολλών ακόμη που αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν στις συνθήκες αυτές.

Η οργή όμως για την υποτίμηση των ζωών μας εκτονώθηκε πολύ γρήγορα και όλοι αυτοί που το 2011 γέμιζαν τους δρόμους πολλών μεγαλουπόλεων, υποδέχθηκαν το καθεστώς της υποταγής και άφησαν νέα μνημόνια να τους επιβάλλονται χωρίς σχεδόν καμία αντίδραση.Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα πριν τις εκλογές οι αλλαγές σε μισθούς, ασφαλιστικά, σε σχολεία/πανεπιστήμια, στην υγεία κτλ σε συνάρτηση με την εντεινόμενη καταστολή, είχαν εδραιωθεί σαν κάτι το αδύνατο να αποφευχθεί. Η προσμονή για μια μεγάλη αλλαγή, για «την ελπίδα που έρχεται», εξομάλυνε ακόμη περισσότερο το πεδίο της κοινωνικής σύγκρουσης, με τα αποτελέσματα της 25ης Ιανουαρίου να θεωρούνται δεδομένα.

Απόπειρες κατανόησης της οικονομικής κρίσης

Οποιαδήποτε προσπάθεια για την ανεύρεση των αιτιών που οδήγησαν στην σημερινή οικονομική κρίση, αναπόφευκτα θα καταλήξει στην διαπίστωση πως ο καπιταλισμός και οι φορείς που τον εξυπηρετούν (τράπεζες-πολιτικοί-μεγαλοεπιχειρηματίες) γέννησαν και συντηρούν τις συνθήκες δουλείας που επιτάσσει το κεφάλαιο. Από όποια πλευρά και αν το δει κανείς, όποια οικονομική ανάλυση και αν χρησιμοποιήσει, δεν θα καταφέρει να αναιρέσει το γεγονός ότι το σύστημα αυτό από τη φύση του εξυπηρετεί τις λογικές του κέρδους, οξύνοντας τις αντιθέσεις ανάμεσα στους έχοντες και μη-έχοντες.

Οι διάφορες επιμέρους τακτικές που ακολουθήθηκαν ανά καιρούς για την διαχείριση κρατικών οικονομιών (ομόλογα, στεγαστικά δάνεια, αόρατα χρηματικά πακέτα, μετοχές και ένα σωρό άλλα) προφανώς έχουν επηρεάσει το σήμερα. Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία, θα δούμε πως το έλλειμμα στα ελληνικά ταμεία υπάρχει εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ίσως και νωρίτερα από την επίσημη ίδρυση του «ελληνικού κράτους». Πολλές ήταν οι στιγμές που η χώρα στράφηκε προς τις «μεγάλες δυνάμεις» για να καλύψει τις ανάγκες της, γι’ αυτό ενδεικτικά παραθέτουμε μερικές από αυτές:

Πριν καν αναγνωριστεί ως αυτοτελές κράτος δανείζεται από τους Άγγλους (το 1824) και κηρύσσει την πρώτη πτώχευση το 1826. Λίγο αργότερα, επί Όθωνα (το 1833), παίρνει εκ νέου δάνειο από την Αγγλία, την Γαλλία και τη Ρωσία οι οποίες συστήνουν την Διεθνή Οικονομική Εξεταστική Επιτροπή. Μια επιτροπή που καθόριζε τους όρους των τότε μνημονίων και τις προϋποθέσεις αποπληρωμής του χρέους, γεγονός που οδήγησε στην δεύτερη χρεοκοπία (το 1860),με τις πληρωμές να παγώνουν για 3 χρόνια. Στη συνέχεια, κατά τη διακυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη και μετά από τρία καινούργια δάνεια, επέρχεται χρεοκοπία για τρίτη φορά (1893). Από τη λήξη του ελληνοτουρκικού πολέμου και έπειτα (1897) η Ελλάδα βρίσκεται υπό τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο των δανειστών της με τις παρεμβάσεις στα έσοδά της να είναι άμεσες. Η αναζήτηση οικονομικών πόρων από πιο εύπορες χώρες όπως η Γαλλία, συνεχίστηκε και κατά τους βαλκανικούς πολέμους με την ανάγκη νέων δανείων για την αποπληρωμή των παλιών να είναι άμεση. Από την παγκόσμια οικονομική κρίση το 1929 και κατά τα επόμενα χρόνια, προήλθαν νέα δάνεια τόσο από την Ευρώπη όσο και από τις ΗΠΑ και η χώρα το 1932 κηρύσσει την τέταρτη πτώχευση. Τα επόμενα χρόνια ακόμη και όταν βρέθηκε σε στιγμές έντονης οικονομικής ανάπτυξης, ακόμη και όταν εντάχθηκε στην ΕΟΚ, εξακολούθησε να δανείζεται (χρησιμοποιώντας πολλές φορές και την λύση των εσωτερικών δανείων).

Αυτή η μακροχρόνια συνθήκη δανεισμού από τις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες δημιούργησε το κατάλληλο έδαφος για την εδραίωση κυριαρχικών σχέσεων ανάμεσα στους εκάστοτε εξουσιαστές. Στην ελληνική επικράτεια, οι συνθήκες υποτέλειας ήταν βαθιά ριζωμένες και έτσι χωρίς δυσκολία τα ντόπια αφεντικά εγκαθίδρυσαν την σημερινή συνθήκη σκλαβιάς στους καταπιεσμένους, οι οποίοι θα έπρεπε να φέρουν το βάρος της κρίσης και του εθνικού χρέους προς τους ξένους δανειστές. Δεν θα ρίσκαραν κάτι παραπάνω, γιατί όφειλαν να διατηρήσουν την ισορροπία της διεθνούς οικονομίας. Για άλλη μια φορά όμως επαληθεύτηκε πως στόχος τους είναι να μην χαθεί από τα χέρια των κεφαλαιοκρατών ο πλούτος που κατέχουν και όχι το επίπεδο ζωής των από τα κάτω.

Το σημερινό οικονομικό καθεστώς

Η αλλαγή που ενστερνιζόταν με τις προεκλογικές εξαγγελίες του ο ΣΥΡΙΖΑ προωθώντας ένα πρόγραμμα διαχείρισης της οικονομικής κρίσης περισσότερο «ανθρωπιστικό» (μιλώντας ακόμη και για διαγραφή χρέους μέχρι πριν λίγους μήνες), δεν είναι αρεστή στα ευρωπαϊκά αφεντικά, οι οποίοι πιέζουν, απειλούν και επιθυμούν περαιτέρω περικοπές. Από την πρώτη εβδομάδα της αριστερής διακυβέρνησης, η διορία που δόθηκε για συμμόρφωση στις προϋπάρχουσες δεσμεύσεις, έδειξε και τη ρευστότητα του σημερινού καθεστώτος. Ο «κίνδυνος» για έξοδο της χώρας από το ευρώ χρησιμοποιείται σε κάθε συνάντηση και από τις δυο πλευρές ως απειλή για την τήρηση των έως τώρα υποσχέσεων από τη μια ή για αποδοχή των νέων όρων διαχείρισης του χρέους από την άλλη.

Παράλληλα, κάνοντας προσπάθειες να διατηρήσει τη διαφάνεια στον τρόπο διαχείρισης των εσόδων και των εξόδων, εδώ και τρεις μήνες μεταφέρει την αγωνία του για το από πού θα βρεθούν χρήματα προκειμένου να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις: Με διάφορα τεχνάσματα (όπως οι 100 δόσεις για αποπληρωμή χρεών στην εφορία) καλεί μικρούς και μεγάλους οφειλέτες να καλύψουν τα κρατικά ελλείμματα.

Η αδυναμία της μετωπικής σύγκρουσης με τον κόσμο της εξουσίας μας έκανε να ακούμε για άλλη μια φορά πως για να ζήσουμε καλύτερες μέρες πρέπει να συμπορευθούμε από κοινού αφεντικά και καταπιεσμένοι, πλούσιοι και φτωχοί αδιαφορώντας για τα αντικρουόμενα συμφέροντά, ενωμένοι πρωτίστως απέναντι στους «διεθνείς καταπιεστές»: «Η εποχή στην οποία μια κυβέρνηση της αριστεράς ήταν εξ ορισμού αντίθετη με τον χώρο της επιχειρηματικότητας έχει παρέλθει. Αν φτάσουμε σε ένα σημείο όπου θα αναπτυσσόμαστε, τότε μπορεί να ξαναρχίσουμε να μιλάμε για συγκρουόμενα συμφέροντα εργασίας και κεφαλαίου. Σήμερα είμαστε μαζί» (Βαρουφάκης)

Ξεχνώντας λοιπόν τους αγώνες που δόθηκαν, επιχειρώντας να διαγράψει από τη συλλογική μνήμη τους τρόπους που πολεμούν και κερδίζουν οι από τα κάτω, ένας «αριστερός» υπουργός μας καλεί σε «κοινό εθνικό μέτωπο». Να δώσουμε χρήματα, να δώσουμε κι άλλο χρόνο, να δώσουμε την μνήμη μας, να δώσουμε τα χέρια με τους εχθρούς. Δεν είναι η πρώτη φορά που το επιχείρημα για εθνική συσπείρωση και κατάργηση των κοινωνικών τάξεων (έως ότου ξεπεραστεί η κρίση) χρησιμοποιείται ως τακτική διαχείρισης των καταπιεσμένων κομματιών. Τέτοιες τακτικές αποτέλεσαν την προμετωπίδα όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, καθώς η εξουσία τρέφεται κάθε φορά από τις δικές μας παροχές και έχει ανάγκη τις δικές μας οπισθοχωρήσεις.

Αριστερή διαχείριση των αγώνων

Ευτυχώς για τα αγωνιζόμενα κοινωνικά κομμάτια, από τους δύο πρώτους μήνες της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, αποδείχθηκε η διγλωσσία των πολιτικών μεθόδων της, αλλά και τα πραγματικά της κίνητρα τόσο απέναντι στο διεθνές κεφάλαιο όσο και απέναντι σε όσους αντιστέκονται στη λεηλασία των ζωών τους. Η γνωστή παλιά τακτική όλων των ψηφοθήρων, διαφόρων αριστερών κομμάτων, ήταν η συμμετοχή τους σε αγώνες με σκοπό να τους βαφτίσουν ως δικούς τους.

Με κίνητρο την απόκτηση νέων ψηφοφόρων έχουν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν χιλιάδες επερωτήσεις στη βουλή ή έχουν σχηματίσει μπλοκ σε πορείες και συγκεντρώσεις. Με το κίνητρο αυτό αφομοίωσαν εν τέλει προτάγματα που είχαν τεθεί σε μια αγωνιστική βάση, είτε αυτά είχαν χαρακτήρα αιτηματικό όπως στο επίπεδο εργασιακών διεκδικήσεων, είτε είχαν χαρακτήρα πιο συνολικό και έθεταν την απελευθέρωση ανθρώπου και φύσης. Αλλοιώνοντας τα χαρακτηριστικά αγώνων που θα μπορούσαν να εξελιχθούν αδιαμεσολάβητα -με βάση τον λόγο των ίδιων των υποκειμένων- προσπάθησαν να θέσουν τα δημοκρατικά στοιχεία της αντιπροσώπευσης και της συνδιαλλαγής για να μειώσουν τις κοινωνικές αντιστάσεις. Όπου το επιχείρημα της δημοκρατίας δεν ήταν εφικτό να ευωδιάσει, προσπάθησαν να δημιουργήσουν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα υποκείμενα των αγώνων, κατηγοριοποιώντας τους σε «καλούς» και «κακούς». *

Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει μια συμπαγή πολιτική θέση, λόγω των συνιστωσών που τον απαρτίζουν και των επιμέρους εσωτερικών διαφοροποιήσεων, τους δίνει το ατού για να ζητάνε περισσότερο χρόνο, στοχεύοντας συνειδητά στην καρτερικότητα μας (ενώ βουλευτές του εξαγγέλλουν πως θα εκπληρώσουν διάφορα αιτήματα, την ίδια στιγμή άλλοι υπόσχονται άλλα στους δανειστές).

Εναλλακτική διαχείριση του καπιταλισμού

Με το σύνθημα της ανατροπής ως κεντρικό πρόταγμα τους, οι αριστεροί εξουσιαστές μιλούν για μια αλλαγή στον τρόπο που θα λειτουργεί ο καπιταλισμός. Αγωνιζόμενοι για να βγει η δική μας αγορά μέσα στην παγκόσμια καπιταλιστική ροή, πλασάρει με άλλη ονομασία τα ίδια μοντέλα διαχείρισης της οικονομίας, βαφτίζοντάς τα «λιγότερο» καταπιεστικά για τους οικονομικά κατώτερους.

Σε συνάρτηση με αυτά, η νέα κυβέρνηση επιφυλάσσει ελαφρυντικές ρυθμίσεις, αποπροσανατολίζοντας τους από τα κάτω, οι οποίοι μετά τις κατασταλτικές στρατηγικές των τελευταίων ετών βλέπουν τα μέτρα αυτά ως μάνα εξ’ ουρανού. Έτσι, κρύβει την ίδια την πηγή του προβλήματος (το κράτος και το κεφάλαιο) και παράλληλα εξασφαλίζει την πίστη στους θεσμούς και τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Πιο συγκεκριμένα:

Ονομάζει μέτρα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης τα κεκτημένα που είχαν χαθεί λίγο καιρό πριν (όπως η αύξηση του βασικού μισθού στα 751). Αυτό λοιπόν που με πάθος υπεράσπιζε μετά από τόσους μήνες το πήγε στα 650 ζητώντας παράταση της προσμονής. Μιλά για επίδομα στέγασης, σίτισης και ηλεκτροδότησης θεωρώντας το φοβερό καλό το να χορηγεί ένα επίδομα της τάξης των 70 ευρώ που δεν δικαιούνται ούτε αυτοί που δούλευαν στα πεντάμηνα για 490 ευρώ. Παράλληλα, θεωρώντας πως θα εξισορροπήσει την κοινωνική ανισότητα με εξαγγελίες για φορολογικές επιβαρύνσεις απέναντι σε όσους κατέχουν περισσότερα, ανακοινώνει τον «φόρο πολυτελείας». Την ίδια στιγμή,όμως αυτοαναιρείται λόγω των «εξωτερικών πιέσεων» και εξαγγέλλει αναγκαστικές μειώσεις σε συντάξεις και αυξήσεις στον ΦΠΑ διαφόρων βασικών προϊόντων.

Την ίδια στιγμή πλασάρει το αντιρατσιστικό της προσωπείο απέναντι σε διάφορους φασίστες εντός της βουλής απαγορεύοντας τον όρο «λαθρομετανάστης», συνεχίζοντας να λειτουργεί τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, χορηγώντας επιλεκτικά 6μηνες άδειες παραμονής (κάτι που από την άλλη προκάλεσε τα συντηρητικά ένστικτα πολλών Ελλήνων). Κάνοντάς κεντρικό στα κανάλια το ζήτημα της «παράνομης εισόδου» παράλληλα με τις εικόνες βυθισμένων πλοίων τέθηκε και πάλι μαζί με την ανθρώπινη συμπόνοια και το ζήτημα της ασφάλειας, της υγιεινής, της οικονομικής μας ευμάρειας . Τόσο σε τοπικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο λοιπόν, τα συλλυπητήρια για την Λαμπεντούζα σήμαναν την έκτακτη συμμετοχή υπουργών εσωτερικών για την διαχείριση των «εισόδων της μεσογείου».

Το ιδεολόγημα της ασφάλειας δεν έχει εκλείψει επειδή έφυγε η δεξιά ρητορεία, αλλά έχει εμφυτευτεί μέσα στις νέες κατασταλτικές τακτικές του ΣΥΡΙΖΑ. Συμβολική κατάργηση της ομάδας δέλτα, λόγω των περιστατικών βίας που έχει επιδείξει. Νέα σώματα ασφαλείας, με πρώτο μέλημα την ίδρυση του «αστυνομικού της γειτονιάς», για να αλλάξει το πρόσωπο της αστυνομίας και να το κάνει λιγότερο βίαιο σε όσους δέχονται την δημοκρατία του. Με κύριο στόχο πάντοτε την διατήρηση της τάξης προς όφελος των αφεντικών, έχουν ανοίξει τη συζήτηση για μια εναλλακτική αντιμετώπιση των διαδηλώσεων: νέες «ομάδες διαμεσολάβησης» που θα φορούν αμυντική ενδυμασία για όσους είναι «σωστοί», ενώ τα γνωστά ΜΑΤ παραμένουν για όλους όσους αντιστέκονται με χημικά-συλλήψεις-εισβολές σε καταλήψεις-ξυλοδαρμοί-προληπτικές προσαγωγές.

Στόχος μας προφανώς δεν είναι η αντιπολιτευτική ρητορική απέναντι στα όσα πράττει η αριστερή κυβέρνηση, αυτό που οφείλουμε να αναδεικνύουμε και να πολεμούμε συνεχώς είναι η κάθε μορφή επιβολής και το κάθε νέο καπιταλιστικό τέχνασμα που προσπαθεί να εισχωρήσει στις ζωές μας.
ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ

Η Ε.Ε. ως θεσμός ήρθε με τη “φυσική εξέλιξη” του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος με στόχο την εδραίωσή του και τη διασφάλιση ενός παρόντος και μέλλοντος ανάπτυξής για τις καπιταλιστικές οικονομίες. Ήταν άλλωστε η περίοδος επαναπροσδιορισμού των πολιτικών και οικονομικών συσχετισμών παγκόσμια (μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο) όταν οι ισχυρότεροι οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες διαπίστωναν την αναγκαιότητα διαμόρφωσης θεσμικών διακρατικών συμμαχιών τόσο για λόγους ισορροπιών όσο και για να αναπτυχθεί η δυνατότητα ελέγχου των πόρων πέρα από τα εθνικά σύνορα.

Ουσιαστικά, η Ε.Ο.Κ. αρχικά (που υλοποίησε έναν οραματισμό των ναζί οι οποίοι ήδη από το 1942 οραματιζόντουσαν το θεσμό της ενωμένης Ευρώπης) , και αργότερα η Ε.Ε. ήρθαν σαν ανάγκη των πολυεθνικών κεφαλαίων που είχαν αποκτήσει ισχυρή επιρροή στους οικονομικούς συσχετισμούς, η οποία ξεπερνούσε τα μεταπολεμικά ανίσχυρα (ευρωπαϊκά τουλάχιστον) κράτη, και έτσι μόνη λύση για τη διαμόρφωση εύφορου εδάφους για την ανάπτυξη του καπιταλισμού ήταν η θεσμοθέτηση των κυβερνητικών συνεργασιών όπως και η θεσμοθέτηση της ανοιχτότητας των εθνοκρατικών συνόρων για χάρη της κίνησης εμπορευμάτων, οικονομικών πόρων και κεφαλαίων.

Πέρα, όμως, από αυτή του τη στόχευση ο θεσμός της Ε.Ε. επιτελεί ένα ξεκάθαρο ρόλο και στο γεωπολιτικό παιχνίδι, ένα ξεκάθαρο ρόλο που έμεινε βέβαια θαμμένος στα θεμέλιά του, όταν οι Η.Π.Α. επιζητούσαν την συμμαχία με τα κράτη της Ε.Ο.Κ. ενάντια -τότε- στην κομμουνιστική απειλή, όταν η στρατιωτική συμμαχία του ΝΑΤΟ απορροφούσε κάθε νέο κράτος μέλος της Ε.Ε., ενώ ανέλαβε πλήρως και την “διασφάλιση” της ακεραιότητας της ένωσης. Σήμερα, οι γεωπολιτικές στοχεύσεις της Ε.Ε. αποτυπώνονται σε συνθήκες, διακρατικές συμφωνίες και θεσμούς όπως η συμφωνία σένγκεν που προέβλεπε μία κοινή πολιτική που θα ακολουθούνταν από όλα τα κράτη μέλη της και θα αφορούσε τη διαχείριση των συνόρων, με την σταδιακή κατάργηση των συνόρων για τους υπηκόους της Ε.Ε. και τους κοινούς κανόνες περί ασύλου, με την παραχώρηση στους κατά τόπους μπάτσους του δικαιώματος να καταδιώκουν άτομα και πέρα από τα σύνορα μιας χώρας όπως επίσης και της ικανότητας τους να μοιράζονται κοινές βάσεις πληροφοριών αναβαθμίζοντας έτσι την καταστολή και τον έλεγχο πληθυσμών.

Εργαλεία στα χέρια των κυριάρχων αποτέλεσαν θεσμοί και μηχανισμοί όπως η γιουροπόλ, η γιουροτζάστ και η φρόντεξ με την πρώτη να αποτελεί αντίγραφο σε ευρωπαϊκά δεδομένα της CIA, την δεύτερη να αποτελεί τον μηχανισμό που προωθεί κοινή πολιτική γραμμή στον τομέα της δικαιοσύνης και την φρόντεξ, τέλος να αποτελεί τους πιο εκσυγχρονισμένους συνοριοφύλακες για τα εξωστρεφή σύνορα της Ε.Ε., στοχεύοντας στην αποκοπή μεταναστευτικών “εισροών”, οδηγώντας στον θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στις παρυφές της ευρωπαϊκής αναπτυξιακής πορείας.

Ο θεσμός της Ε.Ε., αποτελεί πέραν όλων των άλλων και ένα δίκτυο από κανάλια επικοινωνίας μέσω των οποίων ανοίγεται η δυνατότητα διάχυσης ιδεολογημάτων και αντιλήψεων προς το εσωτερικό της, ιδεολογήματα και αντιλήψεις που γειώνονται και σε μία νομοθετική, ή κατασταλτική πραγματικότητα, με την κυριαρχία να βασίζεται πως είτε οι από τα κάτω θα μασήσουν από τη (συντονισμένη) κρατική προπαγάνδα, είτε θα τα καταπιούν αμάσητα δια της βίας (μέσα από το συντονισμό διακρατικών κοινών πολιτικών).

Σε αυτή την “δυνατότητα” βασίστηκε και η πρόσφατα διατυπωθείσα αντιμουσουλμανική ρητορεία που προωθείται στο εσωτερικό της ένωσης ως γνήσιος απόγονος της αντισοβιετικής αντίστοιχης του παρελθόντος. Οι αιτίες δεν θα μπορούσαν να ξεπερνούν τη διαφύλαξη και ικανοποίηση των οικονομικών συμφερόντων της κυριαρχίας: δεν μπορούμε, λοιπόν, να αφήνουμε στην άκρη όλες εκείνες τις φορές που επινοήθηκε εχθρός (εσωτερικός ή εξωτερικός) από την κυριαρχία, επιζητήθηκε η συσπείρωση, συμμαχία και εν τέλει συναίνεση των από τα κάτω, με αποτέλεσμα να διασφαλίζεται η συνέχιση της ακέραιας ύπαρξής της.

Πέραν από την εσωτερική διαχείριση του πληθυσμού της Ε.Ε., η ισλαμοφοβία που προωθείται γενικευμένα στην Ευρώπη αλλά και σε όλο τον δυτικό κόσμο έχει να κάνει και με τις επεκτατικές βλέψεις του κεφαλαίου, κοινώς με τον ιμπεριαλισμό.

Εν ετει 2001 και μετά την επίθεση στους διδύμους πύργους, η κυβέρνηση Μπους πίστεψε πως βρήκε έναν πολύ καλό τρόπο να ξεκινήσει μια νέα ιμπεριαλιστική εισβολή στα εδάφη της Μέσης Ανατολής, με πρόσχημα τον “πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία” (συνεχίζοντας και την οικογενειακή παράδοση)και πιστεύοντας πως σύσσωμος ο δυτικός κόσμος θα έχει όντως τρομοκρατηθεί και θα αισθάνεται απειλούμενος, μετά την 11/9.

Φυσικά ο στόχος του υιού Μπους, όπως και του πατέρα, δεν ήταν να εξαφανίσει τους παντός είδους φονταμενταλιστές από τον χάρτη, αλλά να ανακατέψει για άλλη μια φορά την τράπουλα των συσχετισμών στην περιοχή με τα μεγαλύτερα κοιτάσματα φυσικών πόρων στην γη, κατά πως τον βολεύει.

Δυστυχώς για τον ίδιο, το σχέδιο του δεν ολοκληρώθηκε με την απόλυτη επιτυχία που ο ίδιος θα ονειρευόταν, δηλαδή να κάνει όλα τα από πάνω χωρίς να κουνηθεί φύλλο, καθώς οι μεγάλες αντιπολεμικές κινητοποιήσεις της εποχής εκείνης σε όλο τον πλανήτη, έδειξαν πως αυτή η επιθυμητή κοινωνική συναίνεση δεν υπήρξε.

Μια δεκαετία και κάτι αργότερα, με την βόρεια Αφρική και την μέση ανατολή να έχουν ζήσει ποικίλες εξεγέρσεις, οι οποίες επαναπροσδιόρισαν τα δεδομένα στο γεωπολιτικό παιχνίδι, έχουμε το ξεπέταγμα στο προσκήνιο της εξτρεμιστική ισλαμιστικής ISIS. Η οργάνωση αυτή βέβαια είναι τέκνο των αμερικανικών-δυτικών επεμβάσεων στην περιοχή, τόσο από την άποψη της τόνωσης του φονταμενταλιστικού-αντιδυτικού αισθήματος στον πληθυσμό, όσο και από την άποψη της τεχνογνωσίας και του εξοπλισμού, γόνοι και αυτά των δεκάδων αντιφατικών συμμαχιών που έχουν συνάψει μέσα στα χρόνια στην περιοχή της μέσης ανατολής οι Η.Π.Α. και η Ε.Ε. με διάφορες ένοπλες οργανώσεις.

Η συνθήκη για το κεφάλαιο και βέβαια για την γειτονική Ε.Ε. μοιάζει ονειρική, τόσο που φαντάζει δύσκολο να είναι τυχαία. Το κεφάλαιο περνάει μια οξεία κρίση και, από την μία, ψάχνει νέους πόρους και νέα εδάφη προς εκμετάλλευση, από την άλλη δε, χρειάζεται έναν εχθρό ενάντια στον οποίο να συσπειρωθεί ο πληθυσμός ούτως ώστε να μην αντιλαμβάνεται τον πραγματικό εσωτερικό ταξικό πόλεμο των αφεντικών ενάντια στους καταπιεσμένους.

Κάπου εδώ μπαίνει στο παιχνίδι η αιμοδιψής και αδίσταχτη ισλαμιστική οργάνωση ISIS, η οποία μπορεί να παίξει για το εσωτερικό της Ε.Ε. και του δυτικού κόσμου γενικότερα, τον ρόλο που οι τζιχαντιστές έπρεπε να παίξουν πριν 15 χρόνια. Αυτή την φορά όμως ο εχθρός είναι προ των πυλών, έχει επεκτατικές βλέψεις, είναι αδίστακτος και χτυπάει όχι μόνο κέντρα εξουσίας ή οικονομικά σύμβολα, αλλά ολόκληρη την ουσία του δυτικού πολιτισμού, τα ήθη και τα έθιμά της. Η επίθεση στο Τσάρλι Εμπντο και οι συνεχείς μαρτυρίες για νέους κρυφό-ισλαμιστές που ανακαλύπτονται από τις αρχές μέσα στην τοπική κοινωνία πριν δράσουν, πετυχαίνουν σε μεγάλο βαθμό την ζητούμενη εδραίωση της ισλαμοφοβίας στο εσωτερικό, αλλά στρώνουν και το έδαφος για την απόλυτη ανοχή των ευρωπάιων σε μια ενδεχόμενη επιδρομή των Η.Π.Α. και της Ε.Ε., ούτως ώστε να καθαρίσει ο τόπος από τους ισλαμιστές και να “εξαπλωθεί η δημοκρατία”, και βέβαια το δυτικό κεφάλαιο εκ νέου στην Μέση Ανατολή.

Με την Ε.Ε. να αποτελεί ένα σύνολο οικονομικών, πολιτικών, νομοθετικών και κατασταλτικών μηχανισμών που εργάζονται με ακρίβεια και με στόχο την ανεμπόδιστη επιβολή του κεφαλαίου η αντιπαράθεση μαζί της δεν μπορεί παρά να αποτελεί κύριο κομμάτι του αντικαπιταλιστικού αγώνα. Με την Ε.Ε. να αποτελεί φορέα και πομπό (προς το εσωτερικό της) αντιλήψεων και ιδεολογημάτων που κινούνται στην κατεύθυνση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, στα όρια του αντικαπιταλιστικού αγώνα έχει αναπτυχθεί ένα αντιδιαμετρικό αντιληψιακό σύνολο: οι αξίες μιας “Ευρώπης των λαών”, μίας διεθνιστικής (κατά κάποιο τρόπο) δημοκρατικής δύναμης που θεμελιώνεται πάνω στις αρχές ενός εκσυγχρονισμένου διαφωτισμού. Το πρωταρχικό ερώτημα είναι το αν μπορεί ένα σύνολο μηχανισμών και θεσμών, ορισμένων με τέτοιο τρόπο ώστε να υπηρετούν τα διεθνή κεφάλαια και την οικονομική κυριαρχία, να μεταστραφούν σε εργαλεία στα χέρια των καταπιεσμένων, πράγμα το οποίο επικαλείται ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε δεύτερο βαθμό έρχεται το προφανές σφάλμα να οριστούν ακόμη και μερικοί (αν όχι όλοι οι ευρωπαϊκοί) λαοί ως “λαοί καταπιεσμένων”.

ΕΘΝΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ

Ένα από τα ιδεολογήματα που οφείλουμε να αποδομήσουμε σε θεωρητικό επίπεδο αλλά και να πολεμήσουμε με υλικούς όρους είναι το μεγαλύτερο ιστορικό ψέμα, το ψέμα του έθνους, στη δικιά μας περίπτωση του ελληνικού έθνους. Το έθνος αποτελεί μια μεταφυσική εφεύρεση των κυρίαρχων για να κρατήσουν συνεκτική την κοινωνία και ταυτόχρονα την ιεραρχική και ταξική οργάνωση της. Στο όνομα της ανάπτυξης του έθνους με όρους οικονομίας αλλά και πολιτικής επιρροής απέναντι σε άλλα έθνη μέσα στον παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό ανταγωνισμό, τα ντόπια αφεντικά αναπροσαρμόζουν τους όρους εκμετάλλευσης και καταπίεσης των από τα κάτω, ενώ ταυτόχρονα ομογενοποιούν βίαια διαφορετικές κουλτούρες, γλωσσικές διαφορές, παραδόσεις των πληθυσμών στην βάση του κοινού, πλέον, προτύπου που οφείλει να ακολουθήσει ο υποταγμένος πληθυσμός.

Το χαρτί της επίκλησης της εθνικής σωτηρίας, δε θα μπορούσε να μη χρησιμοποιείται και από την αριστερά, που ιδιαίτερα στη χώρα μας και τουλάχιστον στην συντριπτική πλειοψηφία της, μπορεί να χαρακτηριστεί και εθνικιστική.

Από τη “μεγάλη πατριωτική μάχη” του Β’ παγκοσμίου πολέμου εώς την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (κυβέρνηση του βουνού), κι από την Κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου Εθνικής Ενότητος 1944, εώς την Κυβέρνηση Τζαννή Τζαννετάκη 1989 η αριστερά συμμάχησε με την ελληνική αστική τάξη, είτε στο όνομα της “επιστροφής της ομαλότητας” είτε στο όνομα “της επιστροφής της δημοκρατίας” είτε στο όνομα της “κάθαρσης του κρατικού μηχανισμού” δίνοντας τα διαπιστευτήρια της και ταυτόχρονα αναγνωριζόμενη ως δύναμη ευθύνης για τον “τόπο”. (Για αυτή τη στρατηγική μπορεί κανείς να ανατρέξει στον τρόπο που ερμηνεύθηκε ο Μαρξ από τα κομμουνιστικά κόμματα, τα οποία έθεταν ως προϋπόθεση για να πραγματοποιηθεί η προλεταριακή επανάσταση, από την πλειοψηφία της κοινωνίας που σε μια βιομηχανική περίοδο είναι οι εργάτες, την ολοκλήρωση της αστικής επανάστασης και της εκβιομηχάνισης της παραγωγικής διαδικασίας.)

Παρά τις παλινδρομήσεις ανάμεσα στο κοινωνικό/ταξικό χαρακτήρα της και στον εθνικό (εμφύλιος 46-49, αναθεωρήσεις σε συνέδρια σε σχέση με την εθνική διολίσθηση της σε παρελθόντα χρόνο), η προσήλωση της στην εθνική ενότητα παραμένει αδιαμφισβήτητη, επιλέγοντας να παίξει στο ίδιο πεδίο αντιπαράθεσης με τη δεξιά, για το ποιος είναι πιο πατριώτης και για το ποιος κινείται από ξένα συμφέροντα.

Σήμερα στην κυβέρνηση συμμετέχει ως κύριος εταίρος ο Συνασπισμός ριζοσασπιστικής αριστεράς μαζί με τους εθνικιστές των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Ακούσαμε δε για επαναλήψεις ιστορικών γεγονότων από τον Καμμένο, μιας και αριστερά και δεξιά συμπράττουν για την εθνική απελευθέρωση από τους σύγχρονους ξένους κατακτητές, όπως αντίστοιχα είχαν κάνει ο Βελουχιώτης με τον Ζέρβα για την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο, πως ακόμα και από την αριστερή χροιά της κυβέρνησης αυτό που κυρίως ακούγεται είναι η εθνική ανάπτυξη και η επαναφορά της εθνικής κυριαρχίας η οποία συνεπάγεται το να μην ελέγχονται οι οικονομικοί σχεδιασμοί της χώρας από το Διεθνές νομισματικό ταμείο, την ευρωπαική ένωση και την ευρωπαική κεντρική τράπεζα.

Ο νέος εχθρός για το κομμάτι της κοινωνίας που πιστεύει πως σήκωσε το κεφάλι ψηφίζοντας αντιμνημονιακά, βρίσκεται πλέον στο εξωτερικό, στους κακούς Γερμανούς, στην κακιά Μέρκελ και στον ομολογουμένως αντιπαθή Ντάισελμλουμ.

Από μια απολίτικη αλλά όχι αντιπολιτική γκρίνια που υπήρξε τα τελευταία χρόνια ενάντια στους πολιτικούς που είναι κλέφτες (αυτά ας τα βλέπουμε εμείς που η κριτική μας στο σύστημα δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε ποτέ να εμβαθύνει στοιχειωδώς πέρα από το αντίστοιχο “οι βουλευτές είναι ψεύτες και κλέφτες” και χαιρόμασταν που ο κόσμος στις πλατείες έλεγε κάτι ανάλογο…) πιστεύουμε ότι με τη νέα κυβέρνηση και την κοινωνική επανανομιμοποίηση των θεσμικών λειτουργιών του κράτους, το πεδίο της αντιπαράθεσης φεύγει ακόμα πιο μακριά (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και τα γεγονότα φαντάζουν στα μάτια μας σαν μια τεράστια τραγωδία, με εμάς ανήμπορους -προς το παρών- να τα φορτίσουμε με τα δικά μας νοήματα.

Οι συγκεντρώσεις στις πλατείες αναβίωσαν τους προηγούμενους μήνες, με την πιθανότητα κάτι τέτοιο να ξανασυμβεί τον επόμενο καιρό να είναι μεγάλη. Το σκηνικό ακόμη χειρότερο από αυτό του 2010-2011. Ελληνικές σημαίες, στήριξη της κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις, διαταξικά συνθήματα για την πρόοδο του έθνους που αποτρέπουν οι κακοί Ευρωπαίοι, ακόμα χειρότερα οι κακοί Γερμανοί.

Δεν είμαστε φετιχιστές της ταξικής ανάλυσης, ούτε και είναι ο μοναδικός άξονας πάνω στον οποίο πρέπει να βασιστούμε για να αναλύσουμε την πραγματικότητα γύρω μας. Οφείλουμε όμως να τονίσουμε τον κίνδυνο αυτού του αχταρμά που προωθούν όλα τα κόμματα, όλα τα ΜΜΕ, όλοι οι συγκεντρωμένοι στις πλατείες, που αφήνει ανέπαφο τον ανταγωνισμό που υπάρχει ανάμεσα στα συμφέροντα των εργαζομένων, των φτωχών, των προλετάριων -πέστε το όπως θέλετε- και στα αφεντικά τους μέσα από τα σύνορα.

Το πρόβλημα με την εθνική ενότητα, δεν είναι μόνο η επίκληση της στην πιο ακραία μορφή, από τους χρυσαυγίτες, αλλά η ίδια της η υπόσταση σαν επίπλαστη ενότητα μεταξύ καταπιεστών και καταπιεσμένων, μεταξύ εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων.

Όχι στο πολύ μακρινό μέλλον, στο όνομα της, μπορεί να δούμε να χαρακτηρίζεται ως προβοκατόρικος οποιοσδήποτε αγώνας ξεπηδήσει και δυσχεραίνει τις διαπραγματεύσεις, οποιοσδήποτε αγώνας βάλει μπροστά τα συμφέροντα των από τα κάτω και αδιαφορήσει για τη χασούρα που θα έχει τόσο το εκάστοτε αφεντικό όσο και η εθνική οικονομία, η ανάπτυξη των οποίων είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ανάπτυξη του επιπέδου ζωής των φτωχών.

Έχουμε χρέος να παράγουμε λόγο και πράξη απέναντι στην ίδια μας την υποταγή στο όνομα της εθνικής ανάκαμψης, να κάνουμε ξεκάθαρο πως τίποτα δεν μπορεί να ενώσει αφεντικά και κράτος με τους καταπιεσμένους, πως ο αγώνας ενάντια στο διεθνοποιημένο κεφάλαιο (Δ.Ν.Τ., Ε.Ε., Ε.Κ.Τ) οφείλει να είναι ταυτόχρονος αγώνας ενάντια στην ντόπια έκφρασή του, οφείλει να είναι ταυτόχρονος αγώνας με τους εξεγερμένους και αγωνιζόμενους ανθρώπους στην Ευρώπη αλλά και σε όλο τον κόσμο.

Και τι προτάσσουμε;

Ζούμε -ευτυχώς- σε μια εποχή έντονων κοινωνικών-πολιτικών διακυμάνσεων, πέρασαν μπροστά μας χαμένες ευκαιρίες, αλλά θα μας δοθούν άλλες τόσες για να φτάσουμε ένα βήμα πιο κοντά στην αταξική και αντικρατική οργάνωση των ζωών μας.

Μέσα στη ρευστότητα μιας εποχής που μας μπερδεύει, οφείλουμε να δημιουργήσουμε σημεία αναφοράς -λόγω και πράξη- μέσα στην κατακερματισμένη κοινότητα των καταπιεσμένων. Προείπαμε σε σχέση με τους δύο παραπάνω άξονες πως πρέπει να δομηθεί αλλά και να κοινωνικοποιηθεί θεώρηση και πρακτική ενάντια στην εθνική ενότητα αλλά και ενάντια στην αυτοκρατορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Να προσπαθήσουμε να διαχύσουμε την αντίληψη μας για έθνος και Ε.Ε. τόσο στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες όσο και ευρύτερα στο κοινωνικό σώμα.

Μέσα από την αποδόμηση των δύο παραπάνω εκδοχών που μας παρουσιάζει η κυριαρχία προς επιλογή (όχι πάντα αντιθετικά μεταξύ τους) πιστεύουμε πως ανοίγει ένας νέος, δικός μας δρόμος, που όμως θέλει να διανυθεί σε πολύ μεγαλύτερο μήκος για να γίνει επαναστατικός.

Άμεσα λοιπόν, είτε υπογραφεί νέο μνημόνιο, είτε υπάρξει δημοψήφισμα ή εκλογές που με τη σειρά τους θα δώσουν ή όχι την εντολή για “ρήξη” με την Ε.Ε., έχει τη σημασία του να μην τσιμπήσουμε από το κλίμα, να αναδείξουμε πως κανένας από τους δύο δρόμους δεν απαντάει στις ανάγκες των καταπιεσμένων.

Στην περίπτωση της ελεγχόμενης πτώχευσης και της εξόδου από το ευρώ…

Στο δε υποτιθέμενο σενάριο ελεγχόμενης πτώχευσης, που λογικά θα συνοδευθεί από μία κατάσταση έντασης, οφείλουμε να προσέξουμε τις συμμαχίες, το λόγο και την πρακτική μας στο δρόμο, για να μη γίνουμε η ουρά νοικοκυραίων που κλαίγονται που δε μπορούν να τραβήξουν λεφτά από τις τράπεζες.

Μια άποψη λέει πως η έξοδος από το ευρώ είναι αποδέσμευση ενός λαού από έναν καταπιεστικό θεσμό και άρα μπορεί να σπρώξει τα πράγματα πιο κοντά στην επανάσταση. Αυτό θα ίσχυε βέβαια αν η έξοδος αυτή ήταν εθελούσια και εκπορευόταν από την ίδια την εναντίωση των καταπιεσμένων ενάντια στους καπιταλιστικούς θεσμούς. Το ενδεχόμενο μια εξόδου από το ευρώ, η οποία όπως διαφαίνεται μέχρι στιγμής δεν είναι επιθυμητή από το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας, πέρα από τις οικονομικές επιπτώσεις για την οικονομία, -και άρα κυρίως για τους καταπιεσμένους που καλούνται κάθε φορά να πληρώσουν τα σπασμένα-, θα είχε επιπτώσεις που αφορούν και την πολιτική σύσταση της κοινωνίας: Θα μπορούσε να δώσει πάτημα στο τέρας του εθνικισμού, που ήδη διαφαίνεται μέσω του ακραίου “αριστερού” πατριωτισμού, αλλά υπάρχει και σαν διαχρονική ρητορική και από τα «δεξιά».

Οι καταπιεσμένοι, χωρίς αναλυτικά εργαλεία να διαχειριστούν μια έξοδο από το ευρώ, χωρίς τους σίγουρους πόρους να το κάνουν υπό την παρούσα οικονομική διάρθρωση (μετατροπή δηλαδή του συστήματος σε εσωστρεφή κρατικό καπιταλισμό), αλλά κυρίως χωρίς την θέληση να γίνει μια κάποια κοινωνική αλλαγή αντιευρωπαϊκού και αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα, θα βρίσκονταν υπό το χείλος της πλήρους σύγχυσης, επιρρεπείς ακόμη και στην προοπτική ενός κεκαλυμμένου φασισμού, δηλαδή ενός ολοκληρωτισμού τύπου Ρωσίας που θα πατάει επάνω στην υποταγή των καταπιεσμένων στο κρατικό κεφάλαιο αλλά και στους σωτήρες επενδυτές, χωρίς βέβαια την «πολυπόθητη» εθνική οικονομική ανεξαρτησία, αλλά την πρόσδεση της χώρας σε κάποιο άλλο ιμπεριαλιστικό άρμα (η απίθανη δικαίωση της ΟΑΚΚΕ!).

Παρ’ όλα αυτά θα έχουμε σε αυτή την περίπτωση μπροστά μας, μια καλή ευκαιρία, για να ξαναμιλήσουμε με καταπιεσμένους όχι μόνο τη γλώσσα του δρόμου, αλλά και τη γλώσσα της αλληλεγγύης. Θα έχουμε μια ευκαιρία, με τα κατάλληλα αντανακλαστικά, να εξαπλώσουμε μέσα σε ελάχιστες στιγμές, δομές αλληλεγγύης αλλά και μαχητικής αυτοάμυνας των καταπιεσμένων, που ΟΦΕΙΛΟΥΝ όμως να συνοδεύονται και από ξεκάθαρο λόγο για το πως αντιλαμβανόμαστε εμείς την οικονομία, τον καπιταλισμό, τους θεσμούς, το τραπεζικό σύστημα, το κράτος και την φιλανθρωπία του, αλλά κύρια για το πώς μπορούμε να οργανώσουμε τη ζωή μας χωρίς όλα τα παραπάνω. Διευκρινήσεις που θα είναι απαραίτητες να γίνουν για να κρατήσουμε μακριά μας φασίστες, «επιχειρηματίες που κι αυτοί χτυπήθηκαν από την κρίση», θεσμικούς φορείς κλπ.

Αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση…

Στη μία ή στην άλλη περίπτωση (απλά σε περίπτωση πτώχευσης πιο συμπυκνωμένα-εσπευσμένα) πρώτο ζητούμενο είναι να αρχίζει να δομείται σαν κουλτούρα, σαν άποψη, σαν στόχος από εμάς τους ίδιους το ότι συγκροτείται μία συλλογική δύναμη (κοινότητα, τάξη-όχι μόνο με οικονομικούς όρους-, κίνημα -όπως αρέσει στον καθένα/καθεμιά) η οποία στηρίζεται στις δικές της και μόνο δυνάμεις.

Σ’ αυτή τη συλλογική δύναμη δε θα είναι μόνο οι αναρχικοί, αλλά αγωνιστές που συνειδητοποιούν πως τα στοιχεία της αντιιεραρχίας, του αδιαμεσολάβητου αγώνα, και της αυτονομίας από κόμματα και θεσμούς, είναι απαραίτητα ακόμα και για τα πιο βασικά στοιχεία που αφορούν κατ’ αρχάς την επιβίωση, πόσο μάλλον, την επανάστασή τους. Πρώτο ζητούμενο λοιπόν η οικοδόμηση μιας μαχητικής κοινότητας και της αίσθησης ότι μπορεί, μέσω της δράσης της, να καταφέρει αλλαγές για τις ζωές μας.

Από το να στήνονται -επιτέλους ας γίνουν και ας μπουν σε μια κοινή στρατηγική- δομές για την κάλυψη των αναγκών μας (σε πρώτο βαθμό των ίδιων των αγωνιζομένων σε δεύτερο και πιθανώς ταυτόχρονα όλων όσων πλήττονται το ίδιο με εμάς και που ακόμα δεν έχουν βρει τη δύναμη να σηκώσουν κεφάλι) σε ενεστώτα χρόνο (στέγαση, σίτιση, ιατρική περίθαλψη, μόρφωση, ψυχαγωγία) μέχρι τον τρόπο οργάνωσης της άμυνας και της επίθεσης των αγώνων και των αγωνιστών, η οργάνωση μας (φύσει πιο δύσκολη από τη στιγμή που επιλέγει την μη ανάθεση και την αντιιεραρχία) εμπεριέχει μεγάλο -μεγαλύτερο απ’ όσο δίνουμε ως τώρα- μερίδιο υπευθυνότητας, συμμετοχής, πρωτοβουλίας σε ατομικό επίπεδο, αλλά και συνδιαμόρφωσης, συντονισμού, ευφυίας και ταχύτητας σε συλλογικό.

Το μοντέλο όμως αυτό πρέπει να είναι ειλικρινές και ξεκάθαρο και όχι να καλύπτεται από έωλες εκφράσεις τύπου “άμεση δημοκρατία” ή “κοινωνική αντιεξουσία”, αλλά να μιλάει ξεκάθαρα για σπάσιμο των ταξικών οικονομικών σχέσεων, την σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ αφεντικών και εργατών, για αντι-ιεραρχικές δομές, για αντικρατική προοπτική, για την αναρχία.

Μέσα από την αγωνιστική συνέπεια, τη μαχητικότητα, την παρεμβατικότητα αλλά και μέσα από παρόμοιες πρωτοβουλίες που θα επανακαθορίσουν το ποιοι είμαστε και με ποιους είμαστε εν δυνάμει κοντά, εγείροντας σχέσεις και πυροδοτώντας εκ νέου τη συλλογική συνείδηση και δυναμική, απαντώντας όχι ως μεσσίες αλλά ως ενεργητικό κομμάτι των καταπιεσμένων στην διαδικασία της φτωχοποίησης μας βασιζόμενοι στις δικές μας δυνάμεις, υπάρχει η πιθανότητα να αρχίσουμε να υλοποιούμε και το δεύτερο ζητούμενο.

Από τη στιγμή που οι καταπιεσμένοι αντιληφθούν τη δύναμη τους όταν στέκονται συλλογικά στον αγώνα και στη
ζωή, είναι πιθανό να ηττηθούν στρατιωτικά, είναι πιθανό να φοβηθούν, να παραιτηθούν, να κουραστούν, να γίνουν ίσως χειρότεροι σκλάβοι και από ότι υπήρξαν πιο πριν. Αλλά διαβάζοντας στοιχειωδώς την ιστορία και ορμώμενοι ταυτόχρονα από το πώς εμείς αντιληφθήκαμε τους εαυτούς μας εκ νέου όταν είδαμε χειροπιαστά αποτελέσματα -σε μικροκλίμακα έστω- της συλλογικής μας δράσης, μπορούμε να πούμε πως η απελευθέρωση της πιθανότητας του επαναστατικού προτάγματος μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες ακόμα και για εμάς τους ίδιους, που και καλά, το προωθούμε. Σ’ αυτό το σημείο είναι που πρέπει να παρέμβουμε ακόμα πιο διεισδυτικά και να αρχίζουμε να διαμορφώνουμε τους όρους που θα βαθύνουν όσο περισσότερο γίνεται το ρήγμα με την προηγούμενη κατάσταση ζωής.

Αυτόνομες γειτονιές χωρίς αστυνομικό έλεγχο, απαλλοτρίωση όλων των απαραίτητων για τη συνέχιση του αγώνα, αυτοοργάνωση στις δομές και στα μέσα παραγωγής που -ανά περίπτωση- κρίνονται αναγκαία για τις ανάγκες μας, δημιουργία συντονιστικών συνελεύσεων, εκτεταμένο σαμποτάζ, πολιτική απεργία διαρκείας, αφοπλισμός των σωμάτων ασφαλείας, εξοπλισμός όλων των αγωνιζόμενων και τόσα άλλα πρέπει να σκαρφιστούμε και να σηκώσουμε στις πλάτες μας.

Αν τα παραπάνω είναι ζητούμενα για το πως εμείς βλέπουμε ότι οργανώνεται και υλοποιείται μια γενικευμένη εξεγερτική κίνηση των από τα κάτω, υπάρχει το τρίτο ζητούμενο, το πιο κύριο ίσως από όλα και για αυτό το αφήσαμε τελευταίο.

Έχει λοιπόν μεγάλη σημασία για εμάς να προσπαθήσουμε από τα πριν και έχοντας μια στοιχειώδη αντίληψη για το τι μας οδήγησε στην πιο ύπουλη μορφή σκλαβιάς, να δώσουμε ένα βραχυπρόθεσμο αλλά και ένα μακροπρόθεσμο σκεπτικό για τον τρόπο που η εξεγερτική κίνηση που περιγράψαμε πιο πάνω θα μετατραπεί σε αντικρατική και αντικαπιταλιστική επανάσταση.

Η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η μη αναγνώριση του χρέους, η διάλυση του κρατικού μηχανισμού, η κατάργηση σωμάτων ασφαλείας και στρατού, η απαλλοτρίωση όλου του κεφαλαίου και η -ανάλογα με τις ανάγκες- κοινωνικοποίησή του, η καταστροφή κάθε μορφής εγκλεισμού (φυλακές, στρατόπεδα συγκέντρωσης, ψυχιατρεία), η κατάργηση τραπεζικού συστήματος, το χτίσιμο δικτύων ανταλλαγής προϊόντων, η δημιουργία αντιιεραρχικών και οριζόντιων συλλογικών διαδικασιών για τις λήψεις αποφάσεων, η δικτύωση τους είναι αυτά που πιστεύουμε ότι μπορούμε να μοιραστούμε σαν άμεσους στόχους με τους υπόλοιπους καταπιεσμένους.

Ενώ σαν πυξίδα για την ίδια την ολοκλήρωση της επαναστατικής διαδικασίας χρειάζεται να βρούμε τις κοινές μας βάσεις για να προτάξουμε επιμέρους προεκτάσεις της όπως:

-Η αποανάπτυξη και η παύση της αλόγιστης εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος
-Η αποαστικοποίηση και η κοινοτική συμβίωση σε αρμονία με τη φύση
-Η ελευθεριακή βιωματική μετάδοση της γνώσης στη θέση της εκπαιδευτικής διαδικασίας
-Η απελευθέρωση της ανθρώπινης δημιουργικότητας και η επανενοποίηση της εργασίας με το όλον της ανθρώπινης δραστηριότητας και κατ’ επέκταση η εθελοντική κολεκτιβιστική εργασία για την κοινότητα της οποίας κάποιος/κάποια αποτελεί κομμάτι
-Η επαναφορά της δυνατότητας αυτοκαθορισμού του ατόμου ως συλλογικού όντος μέσα στην κοινωνική ζωή είτε αυτό αφορά τις πολιτιστικές είτε αυτό αφορά τις σεξουαλικές του προτιμήσεις
-Η, με λίγα λόγια, δόμηση της αναρχικής και αταξικής οργάνωσης των ανθρώπων χωρίς εκμετάλλευση, καταπίεση, εξουσία, που θα καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία και τον ανταγωνισμό μεταξύ των υποκειμένων. Που θα βασίζεται στην αλληλεγγύη, στην αυτοοργάνωση, στην ελευθερία ως την υλική πλέον επιλογή του καθενός ξεχωριστά και όλων μαζί να καθορίσουν τη ζωή τους, τις ανάγκες, τις επιθυμίες τους.

Αυτός είναι πιστεύουμε ο καθοριστικός παράγοντας, που μπορεί να μετατρέψει την αναρχία από ευκαιριακή ενασχόληση ανάμεσα στις εξεταστικές, σε συνειδητή επιλογή ζωής, επιλογή άξια για να αγωνιστείς, άξια για να πολεμήσεις.

Αυτός είναι, πιστεύουμε και ο καθοριστικός παράγοντας για να μετατραπεί ένα μπάχαλο σε μια εξέγερση και μια εξέγερση σε επανάσταση. Το να καταφέρουν οι άνθρωποι, πρώτα ατομικά και μετά συλλογικά, να πουν ότι δεν μπορούν ή και δεν αξίζει να ζουν με τα προβλήματα που βιώνουν, να αντιληφθούν την αιτία των προβλημάτων τους, να προετοιμάσουν την κατάργησή της και και να τολμήσουν να ονειρευτούν αλλά και να πραγματοποιήσουν την υπέρβασή της.

Και τότε είναι που πέφτουν οι θρόνοι από αυτούς που λίγο καιρό πριν τους προσκυνούσαν.

Τέλος είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως αυτή η διαδικασία σύνθεσης δομών και εγχειρημάτων που θα ξεκινήσει τον πόλεμο ενάντια στο υπάρχον, έστω και σε ένα πρωτόλειο στάδιο και μόνο ενάντια ίσως αρχικά σε μια συγκεκριμένη αρχή μιας συγκεκριμένης χώρας, θα απαλλοτριώσει το κεφάλαιο και θα σταματήσει την καπιταλιστική οικονομία, θα πρέπει ταυτόχρονα να συνδεθεί με αντίστοιχα κινήματα στο εξωτερικό, κυρίως στα κράτη που βρίσκονται σε παρόμοιο καθεστώς κρίσης και μπορούν να δημιουργηθούν οι πιθανότητες για μια παρόμοια επαναστατική συνθήκη. Γιατί αν η επαναστατική προοπτική στην Ελλάδα δεν κινητοποιήσει τις αντίστοιχες επαναστατικές δυνάμεις σε διεθνές επίπεδο, είναι καταδικασμένη να υποστεί την συντριβή από τον διεθνή καπιταλισμό, καθώς η δυαδική μορφή οργάνωσης της παγκόσμιας οικονομίας, η συνύπαρξη δηλαδή του καπιταλισμού με οποιοδήποτε άλλο μόρφωμα, είναι τόσο ανέφικτη, όσο και μη επιθυμητή, τόσο από τους καπιταλιστές, όσο και από τους επαναστάτες.
*Παράρτημα-ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα στους αγώνες

Το καπέλωμα αυτό το είδαμε να παίρνει σάρκα και οστά στον αγώνα ενάντια στα μεταλλεία στις Σκουριές, με προεκλογικές δηλώσεις για το κλείσιμό τους και με συγκεντρώσεις ενάντια στην αστυνομική καταστολή. Με αυτόν τον τρόπο, οι ΣΥΡΙΖΑίοι επιχειρούν χρόνια τώρα μέχρι και σήμερα να μετατρέψουν τη διάθεση των κατοίκων για αντίσταση σε ψήφους για το κόμμα τους και σε μια αέναη προσμονή για θεσμικές λύσεις, να κατευνάσουν τα πνεύματα, στρεφόμενοι ενάντια στη βία στο δρόμο και διασπώντας το κίνημα με λογύδρια του τύπου «Η βία αμαυρώνει το κίνημα». Όταν δεν καταφέρνουν να εξασφαλίσουν την κοινωνική ειρήνη, απ’ ότι φάνηκε και στις πορείες στο βουνό (καθώς ευτυχώς ο αγώνας συνεχίστηκε και μετά τις 26/1), χρησιμοποιούν τα ίδια κατασταλτικά μέσα (δακρυγόνα και μπάτσοι να φυλάν τους μεταλλωρύχους). Αυτή τη στιγμή λοιπόν όπως και σε όλα τα υπόλοιπα ζητήματα, έτσι και σε αυτόν τον αγώνα η κυβέρνηση βρίσκεται με το ένα πόδι στο πλευρό των κατοίκων που αντιστέκονται και με το άλλο δίπλα στις εταιρίες εξόρυξης χρυσού. Το ότι έχουν σταματήσει τα έργα πάνω στο βουνό, εξοργίζοντας τους μεταλλωρύχους, δεν ακυρώνει τον φόβο που έχουν για μια μετωπική ρήξη με την μεγαλο-εταιρία τους, ούτε σημαίνει πως έχουν βάλει φραγμό στα έργα εξόρυξης που στοχεύουν να γίνουν σε όλη την βορειανατολική ελλάδα.
Ο πρόσφατος αγώνας για τις φυλακές τύπου Γ: Ένας αγώνας που εξαρχής επιχειρήθηκε να απονοηματοδοτηθεί καθώς θεωρήθηκε πως από τη στιγμή που τα αιτήματα του ανήκαν και στις προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης δεν υπήρχε και λόγος συνέχισης του. Τεκμηριώθηκε μάλιστα από πολλά στόματα μέσα στη βουλή το «δικαίωμα των κρατουμένων σε αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης» αλλά και το αντίστοιχο των διαδηλωτών «στο να προστατευθούν από τα χημικά». Αν και μίλησαν λοιπόν για κατάργηση των φυλακών υψίστης ασφαλείας, αυτό δεν σήμαινε και ότι ακύρωσαν εξολοκλήρου αυτή την ειδική συνθήκη κράτησης, καθώς επικροτούν την δημιουργία πτερύγων υψίστης ασφαλείας μέσα σε κάθε φυλακή. Ταυτόχρονα δεν τόλμησαν να αγγίξουν τον αντιτρομοκρατικό νόμο, δεν κατάργησαν τον κουκουλονόμο για τις ληστείες και δεν άλλαξαν ουσιαστικά τη διαδικασία για τη λήψη του dna. Η πεποίθηση τους, από την άλλη, ότι αποτελούν τη φωνή του αντιστεκόμενου κόσμου τους έφερε προ εκπλήξεως όταν αντιμετωπίστηκαν σαν ένα κόμμα εξουσίας. Οι καταλήψεις, οι παρεμβάσεις, οι συγκρούσεις επιχειρήθηκε να απονοηματοδοτηθούν εκ νέου. Αυτή τη φορά όμως όχι με έναν απαξιωτικό χαρακτηρισμό του στυλ «κουκουλοφόροι»-«μπαχαλάκηδες», αλλά αναγάγωντάς τες σε κινήσεις περιθωριακών ομάδων και χρησιμοποιώντας μία τακτική διαστρέβλωσης των κινήτρων και υποτίμησης των δράσεων («ήρθατε στα εύκολα»).
Το αν θα συνεχίσει ο ΣΥΡΙΖΑ να προμοτάρει συνολικά μια πιο ανθρώπινη διαχείριση του καπιταλισμού, στηρίζοντας πρακτικά κινήσεις όπως η αυτοδιαχείριση της εργασίας πχ ΒΙΟΜΕΤ, αν θα προχωρήσει σε νομοσχέδια που ικανοποιούν μερικά τα αιτήματα των εργαζομένων, ή αν θα συνεχίσει μόνο μιντιακά να προβάλλει το αριστερό φιλεργατικό του πρόσωπο (βλέπε επαναπρόσληψη μιας μόνο απολυμένης καθαρίστριας) απ’ ότι φαίνεται θα εξαρτηθεί από τις κοινωνικές ισορροπίες. Βάζοντας δηλαδή στη ζυγαριά από τη μια τον εισοδισμό προς τους ψηφοφόρους από τους κοινωνικούς αγώνες και την αφομοίωση των αγωνιζομένων σε διαχειρίσιμες από το κράτος καταστάσεις και από την άλλη τα οικονομικά οφέλη, τις συντηρητικές αντιδράσεις, την δυναμική των κοινωνικών αγώνων ή και την σύμπλευση με διεθνείς θεσμούς. Ένα ακόμη παράδειγμα είναι αυτό της ΕΡΤ, όπου ναι μεν θα ανοίξει μετονομάζοντας όμως στην ουσία την ΝΕΡΙΤ σε ΕΡΤ, μη δεσμευόμενος για το άνοιγμα όλων των περιφερειακών της μονάδων, χωρίς να προσλαμβάνει τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου και αποκαθιστώντας διοικητικά το παλιό μοντέλο και όχι αυτό της ελεύθερης αυτοδιαχειριζόμενης ΕΡΤ.
Συλλογικότητα αναρχικών από τα ανατολικά
Μάιος 2015

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *